Πάουλ Τσέλαν

Του κανενός το ρόδο

Ένα Τίποτα
που ανθίζει, υπήρξαμε, είμαστε και
αυτό θα παραμείνουμε:
το Ρόδο του Ανύπαρκτου,
το Ρόδο του Κανενός.

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Το Ιερατείο της καλής Ποίησης


Ποιητής: Το πρόσωπο που έχει χαρακτηριστικά, τα οποία συχνά αποδίδονται σε ποιητές όπως ο ρομαντισμός, η ευαισθησία, η ικανότητα να χρησιμοποιούν τον λόγο με τρόπο που συγκινεί και το οποίο γράφει ποιήματα. Λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη.

Διαβάζοντας το βιβλίο «Με το Περίστροφο του Μαγιακόφσκι  (Μια συζήτηση για την ποίηση μεταξύ ποιητών)» των εκδόσεων ΕΡΑΤΩ  εντύπωση μου έκανε η όχι τόσο σπάνια άποψη του ποιητή;;; Δ. Αγγελή ότι: «Γι΄ αυτό η ποίηση της εποχής επιπολάζει στα επιφανειακά. Και δυστυχώς οι νέοι τρόποι έκφρασης, ως ένα βαθμό, κάνουν το ίδιο. Δέστε διάφορα ποιητικά blogs  για παράδειγμα, που εξυπηρετούν μόνο την αυτοπροβολή κάποιων, συχνά ανωνύμων, που ακκίζονται ότι είναι ποιητές και θρηνούν για την μη αναγνώρισή τους ανταλλάσσοντας ασύστολα κολακείες και ύβρεις –αυτή είναι η κριτική μας σκέψη, αυτή είναι η ελπίδα μας;»
Ώστε τα μπλογκς εξυπηρετούν κάποιους για την  αυτοπροβολή τους  ενώ η παρουσία του κ. Δ. Αγγελή στο βιβλίο ή όπου αλλού δεν γίνεται για αυτοπροβολή αλλά γίνεται για φιλανθρωπικούς λόγους, ίσως παροχής εμπνευσμένης γνώσης σε άσχετους που θέλουν ίσως  να κάνουν ποιητική καριέρα. Το εγώ του κ Δ. Αγγελή έχει εξασθενήσει σε σημαντικό βαθμό ώστε να αποτελεί πρωτοπορία των ανθρώπων που παρέχουν γνώσεις χωρίς υστεροβουλία.
Η ανωνυμία είναι ένα άλλο ζήτημα που φαίνεται να τον απασχολεί. Μα δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό του ότι η ανωνυμία αποτελεί την ύστατη απάρνηση της αυτοπροβολής σε αντίθεση με την δικιά του επωνυμία (από ποιους, γιατί);
«Ακκίζονται ότι είναι ποιητές» μας λέει ο κ Δ. Αγγελής για τους «φτωχούς» αυτούς ανώνυμους διαβόλους, τους βλαμμένους, τα «Μεγαλείων Οψώνια» κατά τον Παπαδιαμάντη. Και ο κ Δ. Αγγελής; Ναρκισσεύεται και καμαρώνει ονομάζοντας τον εαυτό του ποιητή ή όταν στον στενό του κύκλο προσφωνεί ο ένας τον άλλον «ποιητή» ανταλλάσσοντας την κολακεία αυτή σαν ανταμοιβή της συμβατικής αλληλοαναγνώρισης;
Οι μπλογκερ-ποιητές θρηνούν επίσης, κατά τον κ Δ. Αγγελή  για την μη αναγνώρισή τους! Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Κάθε ένας θέλει να αναγνωριστεί το έργο που κάνει είτε είναι λογοτεχνικό είτε άλλο. Να μαντέψω την ευτυχία του κ  Δ. Αγγελή όταν πρωτόγραφε ποιήματα και δεν τον ήξερε ούτε η μητέρα του;
Για το ζήτημα «της ανταλλαγής κολακειών και ύβρεων» ο κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον τρόπο που παρεμβαίνει στα κοινά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Δεν έχω διάθεση να απολογηθώ για τον τρόπο που ο κάθε ένας σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους. Και φυσικά αυτός δεν είναι ο κανόνας στα μπλογκς  αλλά η εξαίρεση την οποίαν ο κ Δ. Αγγελής απομονώνει για να στοιχειοθετήσει αδίκημα.
Τέλος για το αν «αυτή είναι η κριτική μας σκέψη και η ελπίδα μας» θα ήθελα να σημειώσω ότι  η ποίηση είναι επαναστατική γιατί ανατρέπει κατεστημένα  μέρος των οποίων έχει γίνει  και ο κ Δ. Αγγελής.
Η αξία ενός έργου δεν οδηγεί αυτόματα στην καταξίωση. Μεγάλοι ποιητές λοιδορήθηκαν  στο ξεκίνημά τους για να αναγνωριστούν αργότερα (μερικοί και μετά θάνατο).
Και στο σημείο αυτό θα επικαλεστώ μερικά σχόλια του Παντελή Μπουκάλα από το άρθρο του «Οι τιμητές, οι Απαγορεύοντες και η «Υπερπαραγωγή Στίχων» από την Καθημερινή της 12.7.1991. Λέει λοιπόν ο κ Μπουκάλας για τους ποιητές που απεχθάνεται ο κ Δ. Αγγελής:
Βλάφτουν κανέναν όσοι γράφουν ή νομίζουν ότι γράφουν  με την ψευδαίσθηση ότι απέκτησαν επικοινωνία με την Μούσα; Και μισή λέξη αν κατορθώσουν να ξεσκουριάσουν και σε ένα ξενύχτι αν δοκιμαστούν και παιδευτούν καλό είναι. Αφήστε που από τον πειρασμό της γραφής, μπορεί να πέσουν στον πειρασμό της ανάγνωσης, όπως συνήθως συμβαίνει (qui scribit, bis legit δεν έλεγαν οι Λατίνοι;) οπότε ίσως φτάσουν να διαβάζουν και τα βιβλία όσων τώρα τους κατακρίνουν και τους λοιδορούν, θεωρώντας πάντως αυτονόητο, αν όχι αποκλειστικό, το δικό τους δικαίωμα να εκδίδουν βιβλία.
 Και παρακάτω:
Ταξική λοιπόν και η ματαιοδοξία; Όσοι έχουν φτάσει ήδη στο δέκατο βιβλίο τους, όσοι χάρη στην κοινωνική τους επιφάνεια αποκτούν και λογοτεχνική εικόνα, όσοι έχουν τα μέσα να μην κάνουν συνοικιακές εκδόσεις, αλλά να διαλέγουν μεγάλα εκδοτικά και γνωστούς εξωφυλλάδες  έχουν θεραπευτεί πια; Δεν μπορώ επίσης να γνωρίζω αν τα επιχειρήματα – αναθέματα εναντίον τους τα παράγει ένας ενύπαρκτος αριστοκρατισμός, μια ολιγαρχοφιλία που θέλει να επεκτείνει το κράτος της και στον πνευματικό λεγόμενο χώρο.
Και παρακάτω:
Απόψεις σκληρότατες και μάλιστα απορριπτικές μπορεί να έχει ο καθένας  για τα εκδιδόμενα βιβλία, ποιητικά κ.α. Δεν δικαιούται όμως να χρησιμοποιούν ηθικολογούντα κριτήρια για να τους αποδώσει ανωριμότητα πνεύματος και ψυχής.
Εκτός και αν επιθυμεί να ιδρυθεί υπό την εποπτεία του κάποια ολιγομελής «Ομάδα Ελεγκτών» που θα αποφαίνεται τι αξίζει και τι πρέπει να πετιέται στα σκουπίδια.

Κώστας Παπαποστόλου

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Χρόνια Πολλά

Εύχομαι σε όλους και σε όλες Καλές Γιορτές και Ευτυχισμένο το 2011

Κώστας Παπαποστόλου

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Langston Hughes (1902 – 1967)

Ο Λάνγκστον Χιουζ  (Langston Hughes) ήταν αφροαμερικάνος ποιητής, από τις πλέον  αντιπροσωπευτικές φυσιογνωμίες και εμπνευσμένους ποιητές της φυλής του.  Γεννήθηκε στο Τζόπλιν του Μισούρι το 1902 και πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1967.
Τα έργα του αντανακλούν τα αισθήματά του για το λαό του με τις χαρές και τις λύπες του, τη φτώχεια του και τις ελπίδες του. Ο στίχος του είναι μια λυρική διαμαρτυρία, ένα σιγανό παράπονο, μια ναρκωμένη ελπίδα.
Ο Χιουζ ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση, προσχώρησε στο κομμουνιστικό κόμμα για πολλά χρόνια, μα στο 1950 κατήγγειλε την κομμουνιστική ιδεολογία, συνειδητοποιώντας την ουτοπία της. Η ιστορία της ζωής του γράφτηκε από τον ίδιο στο αυτοβιογραφικό έργο του Η μεγάλη θάλασσα, που δημοσιεύτηκε το 1940. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που αγάπησε το λαό του. Κατανόησε τη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης κι αγωνίστηκε με ψυχική απληστία γι αυτό το ιδανικό του. Ο στίχος του έγινε φραγγέλιο και σπάθα δίκοπη για τους εχθρούς του, ελπίδα και συνάμα αγωνία για τους ανθρώπους της φυλής του, μήνυμα πανανθρώπινο ισότητας και αγάπης για την οικουμένη.

Dreams
Hold fast to dreams
For if dreams die
Life is a broken-winged bird
That cannot fly.
Hold fast to dreams
For when dreams go
Life is a barren field
Frozen with snow.

Όνειρα
Κρατήσου γρήγορα στα όνειρα
Γιατί, αν τα όνειρα πεθάνουν
Η ζωή θα είναι σαν ένα πουλί με σπασμένα φτερά
Που δεν μπορεί να πετάξει.
Κρατήσου γρήγορα στα όνειρα
Γιατί όταν τα όνειρα σβήσουν
Η ζωή θα είναι σαν μίαν άγονη πεδιάδα
Παγωμένη στο χιόνι.

Μετάφραση: Κώστας Παπαποστόλου

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ"Υπάρχουν δύο Ελλάδες μια σκοτεινή, στο εσωτερικό, και μια φωτεινή, στο εξωτερικό"

Είναι ο τελευταίος έλληνας «σοφός». Ο λόγος του μοιάζει με ιστορία αλλά ταυτόχρονα και με παραμυθία και αυτογνωσία. Με αφορμή το τελευταίο ποιητικό βιβλίο του μιλάει για την κρίση, την τέχνη, την πνευματική αντίσταση ή την ηττοπάθεια

Ι. Ν. ΜΠΑΣΚΟΖΟΣ | Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010
 
Ο Νάνος Βαλαωρίτης (γεν. 1921), τελευταίος μιας μεγάλης γενιάς λογοτεχνών, εκπροσωπεί στη χώρα μας μιαν άλλη Ελλάδα. Μια Ελλάδα ανοιχτή στα λογοτεχνικά ρεύματα, στις απόψεις των νέων και στον διάλογο. Εζησε μια πλούσια λογοτεχνικά ζωή σε τέσσερις διαφορετικές πόλεις του κόσμου: Λονδίνο, Παρίσι, Σαν Φρανσίσκο, Αθήνα. Συνδέθηκε με τους υπερρεαλιστές του Μπρετόν, τους αμερικανούς μπιτ, τους λετριστές και εισήγαγε τα κινήματα αυτά τη δεκαετία του ΄60 στη χώρα μας μέσα από το περιοδικό «Πάλι» και αργότερα το περιοδικό «Συντέλεια». Πρόσφατα μίλησε στο «Τhe Μarathon Ρroject» στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης παρουσία μεγάλου αριθμού ακροατών και κατέπληξε τους ακροατές με την ενάργεια και το βάθος των παρατηρήσεών του. Εχει βραβευθεί πολλές φορές, τελευταία το 2009 με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Μόλις εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του «Γραμματοκιβώτιο ανεπίδοτων επιστολών» (Υψιλον) και αναμένεται και η μελέτη του για το αλφάβητο και τον Ομηρο από τις εκδόσεις της Ελληνοαμερικανικής Ενωσης. Στη συζήτηση που ακολουθεί μιλάει για την κρίση, τη θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο χώρο, τον ρόλο των διανοουμένων, τις ανακαλύψεις του σχετικά με τον Ομηρο.

- Ποια είναι η γνώμη σας για τη σημερινή κρίση; Πώς τη νιώθετε εσείς σήμερα;
«Ακολουθώ μάλλον τις απόψεις των κεϊνσιανών οικονομολόγων και την άποψή τους ότι στην κρίση πρέπει να ξοδεύεις. Είναι λάθος να παίρνεις μέτρα τόσο δρακόντεια που καταστρέφουν την πραγματική οικονομία. Να μην υπάρχει κατανάλωση, να κλείνουν τα μαγαζιά. Σύμφωνοι, χρωστάμε, οι πάντες χρωστάνε. Αν δεν μπορούμε να ξαναζωντανέψουμε την οικονομία μας, να κάνουμε την περίφημη ανάπτυξη, πώς θα ξεπληρώσουμε; Τα μέτρα είναι απαράδεκτα και από ανθρωπιστική άποψη αλλά και από οικονομική. Είναι όλα λάθος».

- Μήπως το λάθος πάει πιο πίσω χρονικά και βρίσκεται κάπου αλλού;


Σχέδια του Νάνου Βαλαωρίτη
«Φυσικά, στο πολιτικό σύστημα, που είναι μέρος του προβλήματος. Οταν δεχτήκαμε να μπούμε στο ευρώ, δεν σκεφτήκαμε τις συνέπειες. Είμαστε σαν τις μωρές παρθένες της παραβολής. Δεχτήκαμε να μπούμε στη βασιλεία των ουρανών αλλά δεν σκεφτήκαμε ότι μπορεί να μην είναι ακριβώς αυτή που νομίζαμε. Το σύστημα στο οποίο μπήκαμε αποδείχτηκε ότι είναι ένα πουργατόριο. Πρέπει να πληρώσουμε ό,τι δεν κάναμε προηγουμένως».

- Υπάρχει πνευματική παγκόσμια κρίση; Πού τη βλέπουμε;
«Τη βλέπουμε στο βιβλίο. Τα ηνία τα έχουν πάρει άνθρωποι που προωθούν μια ορισμένη λογοτεχνία. Τα βραβεία, το Βooker, το Γκονκούρ, το Femina κ.ά., ωφελούν τους εκδότες γιατί μπορούν να πουλήσουν περισσότερα αντίτυπα. Βραβείο στην Ευρώπη σημαίνει 200.000 αντίτυπα πωλήσεις την επόμενη ημέρα. Στη χώρα μας έχω πάρει ένα σωρό βραβεία αλλά από πωλήσεις μηδέν. Στην Ελλάδα λειτουργεί περισσότερο η διάδοση από στόμα σε στόμα. Οι κριτικές ή τα media παίζουν μικρό ή και καθόλου ρόλο στην εξάπλωση ενός βιβλίου. Δεν θέλω να πω ότι η παρουσίαση και προώθηση ενός βιβλίου είναι άχρηστη, αλλά δυστυχώς εκδίδονται και προωθούνται πολλά σκουπίδια. Αυτό είναι ευθύνη των εκδοτών. Η υπερπαραγωγή σκουπιδιών εμποδίζει να φανούν ορισμένα καλύτερα βιβλία, που χάνονται μέσα στον σωρό». - Αυτή η κρίση δεν είναι ένα γενικό φαινόμενο;


Ο Νάνος Βαλαωρίτης σε νεαρή ηλικία
«Είναι μια κρίση του συστήματος, είναι η κρίση υπερκατανάλωσης άχρηστων προϊόντων, η οποία έχει κυριαρχήσει στην αγορά. Το ερώτημα είναι: Ποια είναι η αυτή η αγορά; Είναι ένα αίνιγμα, ίσως ένα κατασκεύασμα; Μήπως είναι ένα ρινγκ του μποξ όπου δεν ξέρεις ποιος θα κερδίσει στον επόμενο γύρο, ή μια ταυρομαχία όπου δεν ξέρεις αν θα νικήσει ο ταυρομάχος ή ο ταύρος θα τον τινάξει με τα κέρατά του στον αέρα; Οι κερδοσκοπικές πολιτικές είναι κάτι ανάλογο. Δεν ξέρεις τι θα κάνει ο ταύρος, αν θα σε σουβλίσει ή αν θα σε κάνει εκατομμυριούχο. Είναι τζίρος που μοιάζει με τζόγο. Οι αγορές είναι ένας μύθος που έχουμε φτιάξει και ο οποίος επηρεάζει το κοινό. Το βάζει στην ψυχολογία να παίξει, να τζογάρει, για να κερδίσει. Ετσι λοιπόν η αγορά και ο τζόγος εμφανίζονται σαν πραγματικά αίτια. Εδώ είναι, ίσως, το μεγάλο πρόβλημα. Οι κακοί μύθοι ρίχνουν το ηθικό ενός ολόκληρου λαού, που πανικοβάλλεται. Ολη αυτή η υπόθεση είναι ένα φονικό καρναβάλι».

- Υπάρχει σήμερα λόγος από τη διανόηση που να αποκαλύπτει αυτά τα ζητήματα;
«Οι άνθρωποι του πνεύματος υφίστανται ό,τι και οι υπόλοιποι άνθρωποι. Αν κόβουν μισθούς και συντάξεις και οι πνευματικοί άνθρωποι θα αναρωτηθούν: Γιατί γράφω; Ποιος θα με διαβάσει; Πιστεύω όμως ότι έχουμε περάσει πολύ χειρότερες εποχές, Κατοχή κ.ά. Ο ρόλος των πνευματικών ανθρώπων σήμερα είναι να ανυψώσουν το ηθικό, ακόμα και με το χιούμορ, την ειρωνεία. Με ρωτάνε πολλές φορές στον δρόμο: “Τι να κάνουμε;”. Δεν είμαι Πυθία, αλλά τους λέω ότι υπάρχει η τέχνη, η δημιουργία. Το να είσαι συνεχώς απαισιόδοξος και προφήτης δεινών, όπως συχνά διαβάζω σε ορισμένα άρθρα, δεν βοηθάει. Δεν λέω να γίνουμε σαν τους διανοούμενους στις χώρες του πρώην υπαρκτού, όπου επιβαλλόταν διά νόμου η αισιοδοξία. Το κοινό ζητάει έναν λόγο που να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τις συνθήκες διαβίωσης, πώς θα αντιδράσει, πώς θα συμπεριφερθεί».

- Σας έχουν χαρακτηρίσει εκπρόσωπο της «άλλης» Ελλάδας.Εχουμε λοιπόν δύο Ελλάδες;- πώς το εννοείτε;
«Είμαστε μια σκοτεινή χώρα. Είμαστε μια εθνότητα που προέρχεται από πολλά φύλα- Φράγκους, Σλάβους, Αρμένιους, Βλάχους-, πάνω στους οποίους έχουμε εγκαταστήσει τη μηχανή της κλασικής παιδείας. Τους έχουμε εξελληνίσει, όπως οι Αμερικανοί υποτάξανε στο αγγλοσαξονικό σύστημα παιδείας τους άλλους λαούς. Πώς καταφέραμε να εξελληνίσουμε όλους αυτούς; Ισως γιατί υπήρχαν η λόγια παράδοση και τα υπολείμματα της προφορικής ελληνικής παράδοσης. Είμαστε έτσι μια περίπλοκη εθνότητα. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι σκέφτεται ο διπλανός μας, είμαστε πιο σκοτεινοί από τους Γάλλους, τους Αγγλους και τους Αμερικάνους, λαούς τους οποίους έχω ζήσει. Είμαστε σκοτεινοί και ψυχολογικά και διανοητικά. Νομίζω ότι μοιάζουμε με τους Κέλτες, που είναι πιο πολύ μυστικοπαθείς και απρόβλεπτοι στις αντιδράσεις τους. Εμείς είμαστε πιο σκοτεινοί στον τρόπο σκέψης ή τα συναισθήματά μας. Δεν βγάζουμε έξω τις σκέψεις μας, η εσωστρέφειά μας είναι από πανικό και όχι από επιλογή. Εχουμε τάσεις σκλήρωσης, τις βλέπουμε στη γλώσσα ή τη συμπεριφορά. Μπορεί να οφείλεται στο ότι πολλές φορές ήμασταν θύματα αποικιοκρατών. Το βέβαιο είναι πως έχουμε πρόβλημα ταυτότητας, δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε. Δεν είναι τυχαίο ότι έργο μεγάλο είχαν οι Ελληνες της Διασποράς με τα βιβλία και τις σκέψεις τους, καθώς εκεί αισθάνονταν πιο ελεύθεροι».

- Υπάρχει φωτεινή πλευρά της Ελλάδας;
«Η φωτεινή πλευρά της Ελλάδας είναι ότι είμαστε πανέξυπνοι. Αν ζητήσεις από τον Ελληνα να δημιουργήσει κάτι σε ένα άλλο περιβάλλον, στο εξωτερικό, αναπτύσσεται με απρόσμενη ταχύτητα. Στην Αμερική σήμερα υπάρχουν εκατοντάδες έλληνες ερευνητές και πανεπιστημιακοί, πώς γίνεται αυτό; Δεν βλέπω εκατοντάδες Τούρκους ή κάποιους άλλους. Εχουμε δυνατότητες που δεν τις εκμεταλλευόμαστε.

Ισως η υβριδική μας προέλευση να βοηθάει, καθώς συνδυάζουμε ικανότητες πολλών λαών».

- Τελικά αισθάνεστε πιο πολύ ποιητής, μυθιστοριογράφος ή δοκιμιογράφος; «Η ποίηση είναι πιο κοντά μου. Και τα δοκίμιά μου και τα μυθιστορήματά μου χαρακτηρίζονται από την ποιητικότητα. Και τα τρία μαζί δημιουργούν ένα ποιητικό σύμπαν, που ανήκει πρώτα σ΄ εμένα και μετά ίσως ενδιαφέρει και το κοινό».

- Πολλές φορές μιλάτε στα γραπτά σας για το παίγνιο.Πώς το προσδιορίζετε; «Ο Πλάτωνας λέει ότι είμαστε παίγνια των θεών αλλά μάλλον σήμερα είμαστε παίγνια των αγορών».

«Σήμερα προβάλλεσαι μόνο με σκάνδαλα»
- Ανήκετε στη γενιά του ΄30,η οποία είναι ίσως μυθοποιημένη.Τι έφερε αυτή η γενιά;
«Η γενιά του ΄30 πρόβαλε μια δημιουργική αναγέννηση της αρχαιότητας παίρνοντας θέματα των αρχαίων και ενσωματώνοντάς τα στη σύγχρονη τέχνη όπως ο Εμπειρίκος ή ο Σεφέρης.Η “Ερόικα” του Κοσμά Πολίτη ήταν μια μικρή Ιλιάδα, όλοι ξέρανε ότι οι ήρωές του, ο Λοΐζος ήταν ο Αχιλλέας και ο φίλος του Ανδρέας, που σκοτώθηκε, ήταν ο Πάτροκλος.Ο Θεοτοκάς γράφει ένα μυθιστόρημα για την Αθήνα και το λέει “Αργώ”,ο Ελύτης χρησιμοποίησε πολύ τον πλατωνισμό και τις απόψεις του για τη φύση.Τα ποιήματά του έχουν μια μεταφυσική φυσική.Η γενιά αυτή μάς συμφιλίωσε με την αρχαιότητα.Ετσι δημιουργήθηκε μια ποίηση πιο χαλαρή,πιο άνετη,δεν έπασχε από τη σκλήρωση του νεοκλασικισμού του 19ου αιώνα.Αυτή η τάση δεν ολοκληρώθηκε γιατί η φρίκη του πολέμου δημιούργησε μια μαύρη τρύπα στην ψυχή των ελλήνων λογοτεχνών.Εφτιαξε ο καθένας μια Κιβωτό του Νώε για να σωθεί από την πλημμύρα.Και μέσα στην πλημμύρα εξαφανίστηκε η αρχαιότητα.Από τους μεταπολεμικούς ποιητές ελάχιστοι έκαναν αναφορές στην αρχαιότητα,όπως ο Εκτορας Κακναβάτος. Αργότερα ήρθαν απ΄ έξω τα νέα ρεύματα που αναζωογόνησαν την ελληνική τέχνη,όπως η κειμενική γραφή,ένας συνδυασμός της ποιητικής γραφής με το πεζό.Πολλούς νέους αυτής της τάσης παρουσίασα κι εγώ στο περιοδικό “Πάλι”».

- Σήμερα υπάρχουν μοντέρνα κινήματα που να διεγείρουν τη λογοτεχνική συνείδηση;
«Σήμερα δεν υπάρχουν πια κινήματα.Το τελευταίο κίνημα ήταν οι λετριστές στη Γαλλία,ένα υπερμπαρόκ κίνημα που διαλύθηκε γρήγορα γιατί δεν είχε κοινό.Βέβαια αυτοί δεν κάνανε σκάνδαλα, όπως οι ντανταϊστές,απλώς γράφανε.Χρειάζονται σκάνδαλα για να προβληθείς πια.Στην Αμερική διείσδυσαν η γαλλική θεωρία,το νέο μυθιστόρημα και η κειμενική γραφή και δημιούργησαν μια ποιητική κίνηση που λεγόταν γλωσσοκεντρική.Αυτή εξαπλώθηκε σαν αστραπή στη Νέα Υόρκη,το Μπέρκλεϊ και το Σαν Φρανσίσκο.Ηταν κείμενα αποδιάρθρωσης της γλώσσας των media,της “μέσης” γραφής των best sellers.Αντί να βγαίνει το υποσυνείδητο μπροστά, έβγαινε η ίδια η γλώσσα που υπαγόρευε την αυτοδιάλυσή της.Γρήγορα αυτό έγινε μια μόδα και πέρασε στη Γαλλία,όπου κάτω από τη σκληρή αντίσταση των μοντερνιστών εξαφανίστηκε.Και έτσι σήμερα έχουμε τον Ουελμπέκ.Δεν υπάρχει πια ενέργεια,όπως τότε με τον ντανταϊσμό,τον φουτουρισμό, τον σουρεαλισμό,να δώσει δύναμη σε ένα νέο κίνημα.Τα κινήματα που υπάρχουν σήμερα είναι αυτιστικά και θνησιγενή»
Πηγή: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=56&artid=371351&dt=05/12/2010#ixzz17EWP0grZ

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Γύρω από τον νεαρό Κόϋνερ

Μιλώντας κάποιος για τον νεαρό Κ. είπε ότι τον άκουσε 
να λέει ένα πρωί  σε μια κοπέλλα που του άρεσε πολύ: 
Χτες την νύχτα σας είδα στον ύπνο μου. Είσασταν πολύ λογική.

Από τις Ιστορίες του κου Κόϋνερ

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Αν Κάποια Μέρα

Αυτό που διακρίνει την Κινέζικη Ποίηση είναι ότι με απλές καθημερινές προτάσεις,
με λέξεις τοποθετημένες όμως με μαεστρία, συμπυκνώνει ένα βαθύ συναίσθημα
που σε κεραυνοβολεί. Γι΄ αυτό το λάτρεψα μόλις το διάβασα.

Αν Κάποια Μέρα

Άν κάποια μέρα στο μεγάλο δρόμο
περνώντας το μανίκι σου κρατήσω,
μην με μισήσεις,
δύσκολα ξεχνιούνται οι παλιές συνήθειες.
Άν κάποια μέρα στο μεγάλο δρόμο
διαβαίνοντας, το χέρι σου αγγίσω,
μη μου θυμώσεις,
δύσκολα ξεχνούνται οι παλιές αγάπες.

7ος Π.Χ. Αιώνας

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Πάουλ Τσέλαν - Φούγκα θανάτου


Τι να γράψω γι’ αυτόν τον ποιητή. Γεννήθηκε το 1920 στην Μπουκοβίνα από εβραίους γονείς και έζησε το ολοκαύτωμα όπου ο πατέρας του πέθανε από τις κακουχίες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και η μητέρα του πυροβολήθηκε με πιστόλι στον αυχένα και σκοτώθηκε και αυτή ενώ ο ίδιος δούλεψε σε στρατόπεδο εργασίας. Έγραψε παράξενη ποίηση βγαλμένη μέσα από την βασανισμένη του ψυχή που δεν άντεξε και την άνοιξη του 1970 αυτοκτόνησε πέφτοντας στον Σηκουάνα, στο Παρίσι όπου τότε ζούσε. Έναν μικρό μόνο φόρο τιμής στη  μνήμη του.

Φούγκα θανάτου
Μαύρο γάλα του πρωινού το πίνουμε το βράδυ
Το πίνουμε το μεσημέρι και το πρωί το πίνουμε τη νύχτα
πίνουμε όλο πίνουμε
σκάβουμε έναν τάφο στον αέρα όπου κείτεται κανείς ευρύχωρα
Ένας άντρας κατοικεί στο σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν σκοτεινιάζει κατά τη Γερμανία τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
γράφει και βγαίνει μικρός στο σπίτι και αστράφουν τ' αστέρια σφυρίζει στα λυκόσκυλά του
σφυρίζει στους Εβραίους του τους βγάζει να σκάψουν έναν τάφο στη γη
μας διατάζει παίχτε τώρα για να χορέψετε


Μαύρο γάλα του πρωινού σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το πρωί και το μεσημέρι σε πίνουμε το βράδυ
πίνουμε όλο πίνουμε
Ένας άντρας κατοικεί στο σπίτι και παίζει με τα φίδια γράφει
γράφει όταν σκοτεινιάζει κατά τη Γερμανία τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
Τα στάχτινα μαλλιά σου Σουλαμίτιδα σκάβουμε έναν τάφο στον αέρα όπου κανείς κείτεται ευρύχωρα
Φωνάζει σκάφτε βαθειά στο χώμα και σεις και σεις τραγουδήστε και παίχτε
αρπάζει τ' όπλο από τη ζώνη του το στριφογυρίζει τα μάτια του είναι γαλάζια
Χώστε βαθυτερα τις τσάπες και σεις και σεις μη σταματάτε να παίζετε για να χορεύετε


Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τη νύχτα
σε πίνουμε το πρωί και το μεσημέρι σε πίνουμε το βράδυ
πίνουμε όλο πίνουμε
ένας άντρας κατοικεί στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα στάχτινα μαλλιά σου Σουλαμίτιδα παίζει με τα φίδια


Φωνάζει παίχτε πιο γλυκά το θάνατο ο θάνατος είναι ένας αριστοτέχνης από τη Γερμανία
φωνάζει αγγίχτε πιο σκοτεινά τα βιολιά μετά θ' ανέβετε σαν καπνός στον αέρα
μετά θα έχετε έναν τάφο στα σύννεφα όπου κανείς κείτεται ευρύχωρα


Μαύρο γάλα του πρωινού σε πίνουμε την νύχτα
σε πίνουμε το μεσημέρι ο θάνατος είναι ένας αριστοκράτης από τη Γερμανία
σε πίνουμε το βράδυ και το πρωί πίνουμε όλο πίνουμε
ο θάνατος είναι ένας αριστοκράτης από τη Γερμανία το μάτι του είναι γαλάζιο
σε χτυπά με σφαίρα μολυβένια σε πετυχαίνει ακριβώς
ένας άντρας κατοικεί στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
ρίχνει τα λυκόσκυλά του απάνω μας μάς δωρίζει έναν τάφο στον αέρα
παίζει με τα φίδια κι ονειρεύεται ο θάνατος είν' ενας αριστοκράτης απ' τη Γερμανία
τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα
τα στάχτινα μαλλιά σου Σουλαμίτιδα.


Πάουλ Τσέλαν

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Despair

If I turn my head to the endless nothing,
only then will I find the strength to feel you,
darkness, sadness, stillness.

Λέξεις, παιχνιδίσματα ανόητα, έτσι τις θέλω,
φράση να μην φτιάχνουν, που καθείς θα καταλάβει.
Λίγοι ή καλλίτερα κανείς την άβυσσο της ψυχής αυτής,
μην συντροφέψει στην λαχτάρα,
στα σκοτάδια του ατέλειωτου δειλινού.

 If, only if, the question was this,
my figure pointing to emptiness.

 Φράσεις και νοήματα μπερδεμένα,
λέξεις μυστικά, κλειδιά αστεία,
μην νιώσεις την σιωπή δεν έχει αξία,
είναι μόνη και τόσο κρύα,
ριγμένη στου τίποτα την σφιχτή αγκαλιά.
Δεν θα βγει ποτέ από εκεί,
ποτέ δεν θα πει εγώ, εσύ, αυτός.

 My light, my night lady of sorrow,
deeply into my heart will you infuse
your vision, while fading into dreams.

 Ναι, χωρίς ελπίδα καμιά,
επιτέλους χωρίς νου,
στα κυκλικά ταξίδια της ψυχής.
Στις μικρές στιγμές που φεύγουν
χωρίς τελειωμό, χωρίς επιστροφή.

Αυτός ο κόσμος δεν είναι δικός μας,
είναι του Ονείρου.

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ

Θυμήσου Μπαρμπαρά
Έβρεχε χωρίς σταματημό στη Βρέστη εκείνη την ημέρα
Και περπατούσες χαμογελαστή
Χαρούμενη ευτυχισμένη μουσκεμένη
Μέσα στη βροχή
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Έβρεχε χωρίς σταματημό στη Βρέστη
Και σε συνάντησα στην οδό Σιάμ
Χαμογελούσες

Κι εγώ χαμογελούσα
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Εσένα που δεν σε ήξερα
Εσύ που δεν με ήξερες
Θυμήσου
Θυμήσου εκείνη την ημέρα
Μην ξεχνάς

Ένας άντρας προφυλαγόταν κάτω από ένα παράθυρο
Και φώναξε το όνομά σου
Μπαρμπαρά

Κι έτρεξες προς το μέρος του μέσα στη βροχή
Μουσκεμένη ευτυχισμένη χαρούμενη
Και ρίχτηκες στην αγκαλιά του
Θυμήσου τό Μπαρμπαρά
Και μη μου θυμώνεις αν σου μιλάω στον ενικό
Μιλάω στον ενικό σε όλους όσους αγαπώ
Ακόμα κι αν δεν τους έχω δει παρά μια μόνη φορά
Μιλάω στον ενικό σε όλους όσους αγαπιούνται
Ακόμα κι αν δεν τους ξέρω
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Μην ξεχνάς
Αυτήν την ήρεμη κι ευτυχισμένη βροχή
Πάνω στο ευτυχισμένο πρόσωπό σου
Πάνω σ’ αυτήν την ευτυχισμένη πόλη
Αυτήν τη βροχή πάνω στη θάλασσα
Πάνω απ’ τον ναύσταθμο
Πάνω απ’ το πλοίο τ’ Ουεσάν[1]
Ω Μπαρμπαρά
Τι κουταμάρα ο πόλεμος
Τι απέγινες τώρα
Μέσα σ’ αυτή τη βροχή σίδερου
Φωτιάς ατσαλιού και αίματος
Κι αυτός που σ’ έσφιγγε στην αγκαλιά του
Ερωτευμένα
Μήπως είναι νεκρός εξαφανισμένος ή ακόμα ακόμα ζωντανός

Ω Μπαρμπαρά

Βρέχει χωρίς σταματημό στη Βρέστη
Όπως έβρεχε πριν
Αλλά δεν είναι το ίδιο κι όλα καταστράφηκαν

Είναι μια πένθιμη βροχή τρομερή και λυπητερή
Δεν είναι πια η καταιγίδα
Φωτιάς ατσαλιού αίματος
Απλών νεφελωμάτων
Που ψοφάνε σαν τα σκυλιά
Σκυλιά που εξαφανίζονται
Στα νερά της Βρέστης
Και πάνε να σαπίσουν μακριά
Μακριά πολύ μακριά απ΄ τη Βρέστη
Που απ’ αυτήν δεν μένει πια τίποτα.

[1] Ουεσάν, βραχώδης νήσος βορειοδυτικά της Βρέστης, το δυτικότερο σημείο της Γαλλίας. Εκεί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε ναύσταθμος, όπου τα γερμανικά στρατεύματα κατασκεύαζαν τα πλοία τους.

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Αφιέρωμα στον ποιητή Jacques Prévert

Ο Γάλλος ποιητής και σεναριογράφος Ζακ Πρεβέρ (Jacques Prévert) γεννήθηκε στο Νεϊγύ-συρ-Σεν το 1900 και πέθανε στην Ομονβίλ-λα-Πτιτ το 1977.
Κατά την περίοδο 1925-1929 εισχωρεί στον υπερρεαλιστικό κύκλο, αναπτύσσοντας φιλία με τους υπερρεαλιστές Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν, Ρομπέρ Ντεσνός και Υβ Τανγκύ.
 Στα ποιήματά του ο Πρεβέρ καταδικάζει τον πόλεμο, την υποκρισία και την εκμετάλλευση. Ταυτόχρονα όμως, γίνεται τροβαδούρος του έρωτα, υμνεί την ειρήνη και συντάσσεται με τους απλούς λαϊκούς ανθρώπους.
Το γεγονός, όμως, ότι η ποίησή του είναι ποίηση της καθημερινότητας δε σημαίνει ότι πρόκειται για μια γραφή απλοϊκή. Αντιθέτως, η ανάλυση των ποιημάτων του Πρεβέρ αναδεικνύει πλούσια στιλιστική οργάνωση που έγκειται στα λογοπαίγνια, στις γρήγορα εναλλασσόμενες οπτικοακουστικές εικόνες, στις συνεχείς επαναλήψεις και στην έλλειψη σημείων στίξης. Στην αυτόματη γραφή του Πρεβέρ, η έντονη εικονοκλασία εκφράζεται με μεθόδους κινηματογραφικής φύσεως, όπως το φλας μπακ, ενώ ο πεζός λόγος μπερδεύεται μέσα στον ποιητικό και ο ελεύθερος στίχος εναλλάσσεται με τον ομοιοκατάληκτο.
Τα ποιήματα που θα δημοσιευτούν θα  είναι όλα από την ποιητική συλλογή Κουβέντες (Paroles, εκδ. 1946).

ΠΡΩΙΝΟ ΓΕΥΜΑ
Έβαλε τον καφέ
Στο φλιτζάνι
Έβαλε το γάλα
Στο φλιτζάνι με τον καφέ
Έβαλε τη ζάχαρη
Στον καφέ με το γάλα
Με το κουταλάκι
Γύρισε
Ήπιε τον καφέ με το γάλα
Και ξανάφησε το φλιτζάνι
Χωρίς να μου μιλήσει
Άναψε
Ένα τσιγάρο
Έκανε δαχτυλίδια
Με τον καπνό
Έβαλε τις στάχτες
Στο τασάκι
Χωρίς να μου μιλήσει
Χωρίς να με κοιτάξει
Σηκώθηκε
Έβαλε
Το καπέλο του στο κεφάλι του
Έβαλε
Το αδιάβροχό του
Γιατί έβρεχε
Κι έφυγε
Μέσα στη βροχή
Χωρίς μια κουβέντα
Χωρίς να με κοιτάξει
Και ’γω έβαλα
Το κεφάλι μου μέσα στα χέρια
Κι έκλαψα.

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων 1. OUVERTURE

Του Χρήστου Γιανναρᾶ

Ἀδελφιδός μου παρῆλθε·
ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ.
ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ τὸν ἔρωτα μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας. Πρὶν τὴν ἀποτυχία δὲν ὑπάρχει γνώση· ἡ γνώση ἔρχεται πάντα μετὰ τὴ βρώση τοῦ καρποῦ. Σὲ κάθε ἔρωτα ξαναζεῖ ἡ ἐμπειρία τῆς γεύσης τοῦ παραδείσου καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ παραδείσου. Σπουδάζουμε τὸν ἔρωτα μόνον ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὸς χαρίζει.
Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι. Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δὲν μᾶς μαθαίνει τίποτα γιὰ τὸν ἔρωτα. Εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ ἀρχέγονο καὶ μέγιστο μάθημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀρχέγονη καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση. Μέγιστο μάθημα, γιατὶ σπουδάζουμε στὸν ἔρωτα τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ τρόπος ἀποδείχνεται ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.
Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας (αὐτὸ τὸ ἀκαθόριστο κράμα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ μας) «ξέρει», μὲ φοβερὴ ὀξυδέρκεια πέρα ἀπὸ νοήματα, πὼς ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς κερδίζεται μόνο στὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Στὴν ἀμοιβαία ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπενδύει ἡ φύση μας, στὸν ἔρωτα ὅλη τὴ ἀπύθμενη δίψα της γιὰ ζωή. Δίψα τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας.
Διψᾶμε τὴ ζωή, καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς περνάει μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Ἄλλον. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου ἀναζητᾶμε τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς - τὴν ἀμοιβαιότητα στὴ σχέση. Ὁ Ἄλλος γίνεται τὸ «σημαῖνον» τῆς ζωῆς, ἡ αἰσθητὴ ἀνταπόκριση στὴν πιὸ βαθειὰ καὶ κυρίαρχη τῆς φύσης μας ἐπιθυμία. Ἴσως αὐτὸ ποὺ ἐρωτευόμαστε νὰ μὴν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλὰ ἡ δίψα μας ἔνσαρκη στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἄλλος νὰ εἶναι πρόσχημα κι ἡ αὐτοπροσφορά μας αὐταπάτη. Ὅμως κι αὐτὸ θὰ διαφανεῖ μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας.
Μετὰ τὴν ἀποτυχία ξέρουμε ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τρόπος ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἡ φύση μας διψάει ἀπεγνωσμένα τὴ σχέση, δίχως νὰ ξέρει νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τῆς σχέσης. Δὲν ξέρει νὰ μοιράζεται, νὰ κοινωνεῖ, ξέρει μόνο νὰ ἰδιοποιεῖται τὴ ζωή, νὰ τὴν κατέχει καὶ νὰ τὴν νέμεται. Ἂν ἡ γεύση τῆς πληρότητας εἶναι κοινωνία τῆς ζωῆς μὲ τὸν Ἄλλον, ἡ ὁρμὴ τῆς φύσης μας ἀλλοτριώνει τὴν κοινωνία σὲ ἀπαίτηση ἰδιοκτησίας καὶ κατοχῆς τοῦ Ἄλλου. Ἡ ἀπώλεια τοῦ παραδείσου δὲν εἶναι ποτὲ ποινή, εἶναι μόνο αὐτοεξορία.
Τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τὸν σπουδάζουμε πάντοτε σὰν χαμένο παράδεισο. Τὸν ψηλαφοῦμε στὴ στέρηση, στὸ ἐκμαγεῖο τῆς ἀπουσίας του. Ἔγγλυφο ἴχνος τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίκρα τῆς μοναξιᾶς στὴν ψυχή μας, ἡ ἀνέραστη μοναχικότητα. Γεύση θανάτου. Μὲ αὐτὴ τὴ γεύση μετρᾶς τὴ ζωή. Πρέπει νὰ σὲ ναυτολογήσει ὁ θάνατος γιὰ νὰ περιπλεύσεις τὴ ζωή, νὰ καταλάβεις ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Τότε ξεδιακρίνεις τὶς ἀκτὲς τοῦ νοήματος: Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς.
Διψᾶμε τὴ ζωὴ καὶ δὲν τὴν διψᾶμε μὲ σκέψεις ἢ νοήματα. Οὔτε καὶ μὲ τὴ θέλησή μας. Τὴν διψᾶμε μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή μας. Ἡ ὁρμὴ τῆς ζωῆς, σπαρμένη μέσα στὴ φύση μας, ἀρδεύει κάθε ἐλάχιστη πτυχὴ τῆς ὕπαρξής μας. Καὶ εἶναι ὁρμὴ ἀδυσώπητη γιὰ σχέση, γιὰ συν-ουσία: Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὴν ἀντι-κείμενη οὐσία τοῦ κόσμου, ἕνα μὲ τὸ κάλλος τῆς γῆς, τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, τὴ νοστιμιὰ τῶν καρπῶν, τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀνθῶν. Ἕνα κορμὶ μὲ τὸν Ἄλλον. Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ ἔχει ἀμοιβαιότητα ἡ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο. Εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου, ὁ λόγος κάθε ἀντι-κείμενης οὐσίας. Λόγος ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα καὶ μὲ καλεῖ στὴν καθολικὴ συν-ουσία. Μοῦ ὑπόσχεται τὸν κόσμο τῆς ζωῆς, τὸ ἔκπαγλο κόσμημα τῆς ὁλότητας. Στὴ μία σχέση.

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Άσμα Ασμάτων

«Άσμα Ασμάτων»
Βιβλίο της παλαιάς Διαθήκης, που σημαίνει το καλλίτερο τραγούδι, το απόσταγμα των υψηλών ασμάτων. Ο τίτλος του ήταν Σίρχασσιρείμ, που οι Εβδομήκοντα το μετάφρασαν σε «Άσμα Ασμάτων».
Το «Άσμα Ασμάτων» αποτελεί ένα λυρικό δραματικό ποίημα, ένα γαμήλιο τραγούδι στο οποίο πρωταγωνιστούν η Νύφη ή Σουλαμίτις και ο Άντρας ή βασιλιάς Σολομών και αποδίδεται -όχι ανεπιφύλακτα- στον Σολομώντα.
ΕΠΙΛΟΓΗ από το Κείμενο

EKEINH:
Tις νύχτες στο κρεββάτι μου
γύρευα κείνον που αγαπώ.
Tον γύρευα μα δεν τον βρήκα.
Θα σηκωθώ και θα γυρίσω όλη
την πόλη,
Μέσα στους δρόμους, μέσα
στις πλατείες,
και θα γυρέψω κείνον που αγαπώ.
Tον γύρευα μα δεν τον βρήκα.
Mε συναπάντησαν οι φύλακες
που τριγυρνάνε μες στην πόλη.
«Eίδατε τον αγαπημένο μου;»
τους ρώτησα.
Mόλις τους είχα προσπεράσει
και βρήκα κείνον που αγαπώ.
Tον άδραξα και δε θα τον αφήσω
ώσπου στης μάνας μου το σπίτι
να τον φέρω,
στον κοιτώνα εκείνης
που με γέννησε.
Σας εξορκίζω, κόρες της Iερουσαλήμ,
σ’ όσα ζαρκάδια κι ελαφίνες
έχει ο κάμπος,
μην την ταράξτε, μην αναστατώστε
την αγάπη μας
ώσπου μονάχη της να το θελήσει.

EKEINOΣ:
Mε γήτεψες, καλή μου
κι αδελφή μου,
μου πήρες την καρδιά με μια
ματιά σου,
μ’ ένα μονάχα τίναγμα
του κεφαλιού σου.
Ο έρωτάς σου μάγεμα, καλή μου
κι αδελφή μου.
Πιότερο αξίζει ο έρωτάς σου απ’
το κρασί,
κι η ευωδιά των μύρων σου από
τ’ αρώματα όλα.
…………….

EKEINH:
Γιατ’ είναι δυνατή
σαν θάνατος η αγάπη,
σκληρό καθώς ο άδης
το πάθος το αγαπητικό.
Oι φλόγες της, φλόγες φωτιάς,
άγριο αστροπελέκι.
Πλήθος νερά να σβήσουν την αγάπη
δεν μπορούν
κι ούτε μπορούν ποτάμια
να την πνίξουν.
……………..

EKEINOΣ:
Tι όμορφη που είσαι αγαπημένη μου,
τι όμορφη που είσαι!
Περιστέρια τα μάτια σου
μέσ’ απ’ το πέπλο σου,
ωσάν κοπάδι ερίφια τα μαλλιά σου,
που ροβολάνε από τις ράχες
της Γαλαάδ.
Tα δόντια σου ωσάν κοπάδι αμνάδες,
που μόλις τις κουρέψαν
και τις έπλυναν.
Όλες γεννάνε δίδυμα,
στέρφα δεν βρίσκεται ανάμεσά τους.
Tα χείλη σου είναι σαν σειρήτι
κόκκινο
και θελκτική η λαλιά σου,
τα μάγουλά σου μέσ’ από το πέπλο σου
σαν δυο μισά ροδιού.
O τράχηλός σου ορθώνεται καθώς
ο πύργος του Δαυϊδ,
χτισμένος στρογγυλά για φρούριο
κι από σειρές λιθάρια λαξεμένα
ασπίδες χίλιες κρέμονται
τριγύρω του,
όλες οι ασπίδες των γενναίων ανδρών.
Tα δυό σου στήθη είναι σαν δυο
νιογέννητα
δίδυμα της ζαρκάδας,
που βόσκουν στα κρίνα ανάμεσα.

METAΦPAΣH: Eλληνική Bιβλική Eταιρία-1997

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Σκληρή μνήμη

Μετά τόσον καιρό
Μπορώ ακόμα να θυμάμαι
Θολά το πρόσωπό σου,
Σαν ένα παλιό ίχνος μνήμης
Απροσδιόριστα οδυνηρό,
Έγινες πια σκιά
Όχι γυναίκα,
Όσα δεν τολμήσαμε
Όσα δεν θέλαμε στ’ αλήθεια,
Τα αφήσαμε χωρίς γενναιότητα,
Υποκύψαμε στη συνήθεια,
Ένοχοι,
Σχεδόν νικημένοι,
Αφεθήκαμε στο χρόνο,
Αφού από καιρό είχαμε
Βάλει πλώρη,
Να αφανιστούμε.

Ίσως τώρα, που λείπεις οριστικά
Και σβήνουν τα μάτια σου,
Όπως σβήνει η βροχή
Τις πατημασιές στο σκονισμένο δρόμο,
Τώρα που σε άλλο τόπο
Γερνάς,
Χωρίς φωνή
Χωρίς βήματα
Και ξέρω πως φοβάσαι,
Να έρχεσαι το βράδυ στα όνειρά μου,
Δροσερή κι αγαπημένη,
Όπως τότε
Κι ας μου λείπεις για πάντα.


Αθήνα 11/4/10

Κυριακή 11 Απριλίου 2010

Απολογία

Λοιπόν
Τα συμπεράσματα δικά σας.
Επιδιώξαμε καθ΄ όλη τη διάρκεια
Της ευτελούς ζωής μας
Να κρατηθούμε από τις σταγόνες της βροχής
(ως καλλιγράφοι),
Που μας παρέσυραν στο διάβα τους
Και ίσως από τις μαγευτικές εκπομπές χρωμάτων
Του ουρανίου τόξου
Στο τέλος,
(Ως σχεδιαστές)
Που καλπάσαμε μαζί,
Αχ τι υγρή και φωτεινή φενάκη,
Κάνοντας ένα παιχνίδι και εμείς,
Όπως δικαιούμαστε,
Mε τις εποχές των ημερών,
Να, κρύο, βροχή, φθινόπωρο
Ή εν τέλει
Με τις δύσκολες ατραπούς
Και τις απρόοπτες συναντήσεις στις στροφές.
Το προσπαθήσαμε,
Δεν λέω πολλές φορές με αγωνία,
-Τώρα θα τελειώσει,
Μετρούσαμε ωστόσο τα γραμμάρια
Του πνεύματος που κερδίσαμε
Με κόπο,
Ή της ψυχής τα γλιστρήματα,
Άλλες φορές στριμωγμένοι, αλλόφρονες
-Δεν θα πετύχει.
Η λαβή από πέτρα ή βαμβάκι
Μας βάρυνε το ίδιο,
Είχαμε, θα έλεγα, μία τάση προς τον
Αποχρωματισμό των εικόνων που μας περιέβαλλαν
Και μία ροπή προς την σιωπή.
Καθόλου δεν βοήθησε, στο τέλος,
Όταν διαχυθήκαμε, όπως οφείλαμε,
Στην φύση ή στην μοίρα.
Χους εις χουν.
Θα μας θυμάστε;
Αθήνα 16/01/10

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Την επομένη

Βρέχει ασταμάτητα μια ψιλή κίτρινη βροχή.
Δεν μπορώ να δω το πρόσωπό σου
Παρά μέσα από την θολούρα του ρέοντος νερού,
Μέσα από τις γραμμές του ημίφωτος που διαχέεται.
Μπερδεύομαι μόνο,
Να είναι δάκρυα αυτές οι σταλαγματιές στα μάτια σου
Ή ο υδάτινος κόσμος μου,
Να είναι χαμόγελο η γραμμή των χειλιών σου
Ή ο σαρκασμός μου που επιστρέφει,
Το πρόσωπό σου καθρέφτης κοίλος
Η το αθέατο της ψυχής μου;
Ολοένα πιο θολά τα μηνύματά σου,
Πιο απόμακρο το περίγραμμα του κορμιού σου.
Όμως, λίγο – λίγο, μας απορροφά
Η επερχόμενη νύχτα.
Αύριο θα είμαστε άλλοι, ξανά καινούριοι,
Λησμονημένοι..

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Το τέλος του χρόνου.

Πως μίκρυνε ο χρόνος,
Πως τέλειωσαν οι ώρες,
Πως φτώχυνε αναπάντεχα η ελπίδα.

Όμως εσύ, είχες σχεδιάσει
Για καιρό μεθοδικά,
Ταξίδια μακρινά,
Σε φιδίσιους δρόμους γεμάτους υποσχέσεις
Μέσα από μαγεμένα δάση με νιριίδες,
Στοιχειωμένες κοιλάδες παραμυθιών,
Με 'κείνη,
Που θα ερχόταν,
Όπως την περίμενες
Τόσο καιρό,
Με τα χέρια λευκά,
Τα μάτια υγρά γεμάτα υποσχέσεις,
στα χείλη σταλαγματιές ροδόσταμου.

Με ανεβασμένους τους γιακάδες του χιονιού
Περίμενες στις αρχές της άνοιξης,
Το κρύο, η πάχνη μετρούσαν ακόμα τη αναμονή
Σαν ασταμάτητα αόρατα ρολόγια.
Μόνος,
Δεν ήθελες άλλους
Να σε συντροφεύουν.
Η έμνευση είναι στη μοναξιά.

Περίμενες βουβός,
Μια μέρα,
Δυο μέρες,
Τις νύχτες ντυμένος με τα ρούχα του ταξιδιού
Στην μισάνοιχτη πόρτα,
Το τέλος του χειμώνα
Κι έλεγες θα έλθει,
Δεν μπορεί,
Είναι βλέπεις που τα ταξίδια πρέπει να γίνουν,
Στενεύει ο χρόνος,
Παλιώνουν τα όνειρα,
Μην αργεί.
Θα ανοίξεις τα παράθυρα στο μισοφέγγος του πρωινού,
Θα περιμένεις,
Τα χέρια σου, τα μάτια σου
Κομμάτια, θραύσματα
Σχεδόν σβησμένα,
Ένας μουσικός θίασος
Περιδιαβαίνει τα σοκάκια,
θρυμματίζοντας τη γαλήνη,
Τα υγρά φύλλα ηχούν
Σαν στεναγμοί.
Μην αργεί.
Λύγισαν τα δάχτυλά σου
Ο κόσμος σου γέμισε σκιές.

Έξω διαβαίνουν άνθρωποι κουρασμένοι,
Με κλειστά μάτια,
Δεν κοιμηθήκαν,
Τους στοίχειωσαν τα ανεκπλήρωτα όνειρα,
Περπατούν σκυφτοί μέσα στη βροχή
και τη λάσπη.

Αυτή δεν θάλθει,
Έτσι, χωρίς ελπίδα,
Κι όμως σου το υποσχέθηκε κείνα τα δειλινά
Στο τέλος του καλοκαιριού,
Την ώρα που την κοίταζες στα μάτια
Απελπισμένα,
Κι ας μην ήσουν εκεί
Κι ας μην την ήξερες.

Αθήνα 7/11/2009

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Μετά από χρόνια

Πυκνή ομίχλη
Με τυλίγει,
Το περίμενα,
Με σχισμένα χέρια πώς να κρατήσω τη ζωή,
Χαμένος στις σκιές,
Στο πλάι κείται
Πεσμένος ο γέρος που είδα στο όνειρο
Πως μου χαμογελούσε
Δείχνοντας μου λίγα κίτρινα δόντια,
Νόμισα πως πέθαινε,
Ανατρίχιασα
Μα δεν ξύπνησα,
Συνέχισα βουβός ώσπου έγειρε καταγής
και απέμεινε έτσι,
Χωρίς ψυχή,
Λεκές σκούρος στον λασπωμένο δρόμο,
Σε μια απρόσιτη γαλήνη.

Γυρνούσαν οι ψυχές
Στον κάτω κόσμο
Στο σκοτεινό προθάλαμο της υποδοχής
Σιωπηλά,
Εκεί δεν ηχούν ορχήστρες και φωνές τραγουδιών
Εκεί σωπαίνουν τα αγάλματα,
Τα βλέμματά τους είναι ψυχρά,
Σαν κομμάτια πάγου.

Αύριο θα ξημερώσει ξανά το σκοτάδι.

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

Το τελευταίο παιχνίδι

Ποιον σημαδεύουν
Tα σκλήθρα των λόγων της ταπείνωσης,
Σκληρά στο ημίφως
Του δωματίου,
Καθώς γέρνει
Η εποχή,
Ξεγυμνώνεται το κορμί
Στην τέφρα,
Τα βλέμματα
Kι οι σιωπηλές σκέψεις
Φωλιάζουν φοβισμένες;

Με το μαχαίρι στην καρδιά
Θραύεται βίαια η εικόνα με τις υαλογραφίες
Της μνήμης.
Ύστερα,
Ο άλλος εαυτός
Βάζει τις γάζες προσεχτικά,
Βάζει τα επιθέματα στις υγρές πληγές,
Στο δρόμο, χειμάζει ο τρόμος,
Βάφονται στα χρώματα τα μικρά παιδιά
Παίζοντας τον θάνατο.

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Λήθη

Τώρα, ο παρόν χρόνος,
Σαν άλλοτε γνώριμος,
Κατατρώγει τα άκρα,
Αργά - αργά φθίνουν τα σώματα
Ατονούν τα βλέμματα,
Σιωπά η γλώσσα.
Οι ψυχές άνω θρώσκουν
Ικέτισσες δια βίου.
Ας μεταβούμε στον πλησιέστερο κομήτη,
Για αιώνια κατανόηση
Του σημαίνοντος πόνου.
Πώς να εξηγούνται άραγε
Όλα αυτά που μας διαφεύγουν
Αορίστως;
Επικαλούμαι, λες,
Την υπέρβαση του σήμερα
Για την αποφυγή της φθοράς.
Ας παγώσουν λοιπόν τα χρονόμετρα για λίγο
Ώστε τεχνηέντως να προσποιηθούμε πως ξεχάσαμε.

Αθήνα 7/01/10

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Future promises

You are the one I will never forget,
I am the one you will never forgive.
Anger flashes in your eyes,
your trembling fingers,
Empty space fills my room and pale shadows,
Where your feelings blossomed, now absence inhibits,
Where fear was in my heart, now despair springs out,
Our beloved moon turned his dark face,
Invisible dreams sharpen the skyline of events.
The years will fly away,
One day, you will not walk anymore,
Then I will stay still in parallel pathway.
We will meet in another life,
Where we will shake hands of conciliation.

Kostas Papapostolou

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Ακατοίκητη πολιτεία.

Γύρισε πίσω
Χωρίς να κοιτάζει,
Με το κεφάλι σκυφτό,
Βαρύ, αγαλμάτινο,
Τα χέρια μετέωρα,
Μαζί του τρέχουν τα χρόνια,
Ολοένα τον προσπερνούν,
Θραύσματα,
Μονάχη σκιά
Στην ερημία της επερχόμενης νύχτας.
Ο θόρυβος των άδειων τραίνων,
Που ολοένα αναχωρούν
Αφήνουν ένα τοπίο μοναχικό.

Περνούν εικόνες,
Από παιχνίδια μιας νιότης,
Που δεν γύρεψε
Να παρέλθει,
Κι ας κράταγε σφιχτά τα ρολόγια,
Κι ας μάγευε τους λεπτοδείχτες,
Κι ας κατέβαζε τις ταχύτητες,
Μιας αγάπης που διαχύθηκε μέσα στο φως,
Ονόματα που λησμονήθηκαν,
Αμετάκλητα,
Τι έγινε λοιπόν,
Που ήτανε τόσο καιρό,
Ταξιδεύοντας,
Χαϊδεύοντας άλλα σώματα,
Ξένα,
Πνιγμένος στον ιδρώτα και στη σιωπή,
Λευκό φως, λευκά σεντόνια
Νοσοκομείου,
Σαν είδωλο άλλου κόσμου.

Ακατοίκητη πολιτεία,
Δώσε το νερό της παρηγοριάς
Στους λησμονημένους.

Αθήνα 31/01/2010

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Λίγο πριν

Δίπλα στις όχθες του ποταμού Αχέροντα,
Στα μαύρα και πικρά νερά,
Το σώμα του ακουμπούσε βαθιά
Στις ρίζες των βρύων.
Με τα σημάδια και την διαίσθηση
Έχτιζε διαδρομές,
Προσπαθούσε,
δεν μπορεί να πει κανείς,
Να ξεχάσει,
Πως ήταν θαμμένος από καιρό
Στη λάσπη,
Πηχτό στρώμα
Σχεδόν συμπαγές, ασφυκτικό,
Μόνο τα μαλλιά του εξείχαν
Σαν της μέδουσας,
Τα μάτια σφιχτά,
Κλειστά τα χέρια,
Τα χέρια σφιχτά,
Κλειστά τα μάτια,
Σαν σύννεφο περνούν
Εικόνες ζωντανού ονείρου,
αυτού που απέμεινε,
Άνοιγε μονοπάτια προς το μαντείο,
Ο απολογισμός των πεπραγμένων,
Κυρίως όμως αυτών που δεν έγιναν ποτέ.
Η ένωση με το παν δεν παρηγορεί,
Δεν μπορεί να έχει σώμα η απουσία,
Aυτοαναιρείται.
Λίγο – λίγο,
Μουδιάζουν οι μυστικές αισθήσεις που έμειναν
Να αγκαλιάζει,
Λικνίζεται σαν μέσα σε βάρκα,
Η κάθοδος,
Νιώθει ανάλαφρος, σαν να έφυγαν από πάνω του
Όλες οι εικόνες.
Το ταξίδι δεν του χάρισε την πληρότητα
Που γύρευε απελπισμένα,
Ο Άργος του γελούσε κατάμουτρα,
Σαρκαστικά,
Καθώς ανάλωνε την πνοή του στα ακύμαντα νερά
Ή στα αστέρια.

Αθήνα 25/01/2010

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Η φυλακή του εαυτού

Bene vixit qui bene latuit
(Έζησε καλά όποιος κρύφτηκε καλά)

Κρύφτηκε καλά
Κάτω από τα ερείπια της ζωής που του απόμεινε
Λουφάζοντας,
Μην τον ακούσουν τα συνεργεία διάσωσης,
Που έψαχναν για τεκμήρια.
Άκουγε βήματα, ομιλίες ή μουσική,
Ήχους μακρινούς
Και ακατάληπτους.
Κάτι του θύμιζε το τραγούδι,
Που έφτανε απόηχος του άλλου κόσμου,
Του πάνω κόσμου,
Αυτός ήταν ανάμεσα, το ήξερε,
Είχε αρχίσει όμως να ξεχνά,
Τα χρώματα,
Το σκοτάδι είχε ενσκήψει σιγά – σιγά
Μαζί με την σκόνη μιας ζωής που κατακάθονταν,
Ακόμα και οι ήχοι λίγο πιο αδύναμοι.
Έτσι όμως απέφευγε τις άγονες επαφές,
Επέστρεφε στον εαυτό του,
Σε ένα κυκλικό συνεχές,
Για τον δοσμένο χρόνο του.
Πιο οικεία η στάχτη,
Η σκόνη των ημερών.
Έτσι θα τελειώσουν όλα λοιπόν,
Τακτοποιημένα στην εσωστρέφεια.
Κρύψου, μη σε πληγώσει ο κόσμος.

Αθήνα 19/01/10

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

Φευγαλέα

Είμαι ένας ίσκιος από πέτρα και λυγμούς
κι είν’ η αγάπη μου σαν δίκοπο μαχαίρι
κι η ελπίδα μου γονατιστή μέσ’ τ’ άδειο μεσημέρι
στις φλέβας και του αίματος τους άρρυθμους σφυγμούς.

Κι είν’ η αγάπη μου σαν δίκοπο μαχαίρι,
να σεργιανάει διστακτικά στην ανοικτή πληγή,
μέσα στης θλίψης την αστείρευτη πηγή,
στης μνήμης τ’ αναπόφευκτο καρτέρι.

Να σεργιανάει διστακτικά στην ανοικτή πληγή
κι αργά την νεκρική γαλήνη να υφαίνει,
βουβό καράβι σ’ άφαντο λιμάνι να διαβαίνει,
ν’ αποζητάει το βάλσαμο στην ένοχη φυγή.

Ποιήματα Εκδόσεις "Κέραμος" Δεκέμβρης 1982

Ποιήματα Εκδόσεις "Κέραμος" Δεκέμβρης 1982
Κώστας Παπαποστόλου

Ο Μεγάλος Κύκλος Εκδόσεις "Γαβριηλίδης" 2005

Ο Μεγάλος Κύκλος Εκδόσεις "Γαβριηλίδης" 2005
Κώστας Παπαποστόλου