Πάουλ Τσέλαν

Του κανενός το ρόδο

Ένα Τίποτα
που ανθίζει, υπήρξαμε, είμαστε και
αυτό θα παραμείνουμε:
το Ρόδο του Ανύπαρκτου,
το Ρόδο του Κανενός.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Χωρίς

Τι απ΄ τα δυο?

Με μια κιθάρα
Ή με μια λέξη?

Καίω την λέξη

Αθήνα 19 Ιούλη 1978

Τούτη η στιγμή

Τούτη η στιγμή
Μια ατσάλινη λεπίδα,
Σεργιανάει τη σκέψη
Στ΄ ανοικτά μονοπάτια
Της θύμησης.

Τούτη η στιγμή
Μια αναπάντητη κραυγή,
Γυμνώνει το κορμί
Στην σιωπηλή έκταση
Της απελπισίας.

Τούτη η στιγμή
Μια σιδερένια βροχή,
Ματώνει τα χείλη
Στην κυκλική ενατένηση
Της μοναξιάς.

Λάρισα 29 Μάη 1977

Το τέλος μιας μέρας

Περιπλάνηση.

Ένα χαμόγελο
Ταξιδεύει στο πέλαγο
Με ίχνη λευκά,
Ανοίγεται κα κλείνει
Πανιά
Μιας ξωτικής φρεγάδας,
Χωρίς θόρυβο,
Χωρίς βάρος.
Η πίκρα
Μια διάφανη κηλίδα,
Που απλώνει

Όταν γυρίσω.

Όταν γυρίσω,
Θάχουν στενέψει
Πια τα περιθώρια της προσμονής,
Θάχω μάθει
Σχεδόν να μην ζητώ,
Θάχω αφήσει πίσω
Ρημαγμένα τα όνειρα
Σαν πανάρχαια,
Θλιβερή πανοπλία
Κάποιου άτυχου
Αγώνα.

Όταν γυρίσω,
Δεν θα μούχει μείνει
Ούτε ένα δάκρυ
Να στολίσω το δέντρο της θλίψης,
Ούτε ένας στοίχος
Να βαλσαμώσω τούτη την οδύνη
Που ανέλπιδα κατασταλάζει
Στην απόγνωση.

Όταν γυρίσω,
Δεν θα μπορώ πια
Να σ΄ αγαπώ.
Συγχώρησέ με.

Οριακός χρόνος.

Τ΄ όνομά μου
Είναι όπως με φωνάζουν
Και έμαθα τόσα χρόνια
Σιωπηλά να υπακούω.
Όμως η σιωπή μου
Είναι μια πελώρια κραυγή
Κρυμμένη.
Τότε το όνομά μου
Είναι το μέγεθος
Που μετρώ την αναμονή
Πριν την οριστική
Αυτονόμησή μου.

Αθήνα 21 Μάη 1979

Μυστικός δείπνος.

Κάθε βράδυ
Έρχονται
Και κάθονται
Γύρω στο τραπέζι
Χωρίς να τρώνε.
Τόσα μάτια.
Μόνο για δυο
Χείλη
Που ετοιμάζονται
Να φιλήσουν.

Αθήνα 29 Ιούλη 1978

Μνήμη γυναίκας,

Μνήμη γυναίκας,
Κορμί του έρωτα
Βυθισμένο
Σ΄ ανοιχτές στέρνες ηδονής,
Μάτια πράσινα,
Μάτια γαλάζια,
Ένα χέρι
Σημαδούρα
Στην αρχή της άνοιξης,
Χάρισμα
Του μύθου συμπυκνωμένο
Σε λίγες στιγμές,
Άλμα σε χώρους και χρόνους
Πέρα από χώρο και χρόνο,
Μεθυστικό.
Γεύση λωτών
Στραγγισμένων μέσα από ηθμούς
Άλλων αγκαλιασμάτων.

Μνήμη γυναίκας,
Πίκρα της μνήμης
Απέραντη.

Αθήνα 5 Σεπτέμβρη 1980

Μη με ζητήσεις.

Μη με ζητήσεις πάλι,
Στο πέταγμα
Της βραδυνής σου θλίψης,
Κείνες τις στιγμές,
Που η απουσία μου
γεμίζει ασφυκτικά
τις κάμαρες
των δειλινών σου σκέψεων,
που σεργινάει διστακτικά
το βλέμμα σου
στις σιωπηλές στοές
της εξιλέωσης.

Μη με ζητήσεις πάλι
Σαν την παλιά, σίγουρη
Κλίνη του ύπνου σου,
Που λίκνιζε
Τις ώρες της οδύνης,
Σαν την λευκή γαλήνη
Μέσα στα πληγωμένα φτεροκοπήματα
Του ονείρου σου.

Μη με ζητήσεις πάλι,
Τις ώρες κείνες
Που αχνοφέγγει η μοναξιά
Στα μάτια σου που δεν κοιτούν
Στα χείλη σου που τρέμουν,
Τις ώρες
Που σταλάζει η προσμονή
Την πίκρα
Μέσα στις διαμπερείς
Πληγές
Της μνήμης σου.

Αναζήτησέ με μοναχά
Στη συντροφιά σου,
Τις ώρες
Της ανέφελης χαράς σου,
Στη γλυκειά σου
Ερωτική προσφορά
Για να νιώσω
Ξανά
Πως
Αξίζω.

Λαγκαδάς Μάης 1977

Λυρικό

Σαν φίδι
Έρπει
Η ώρα.

Σαν ερωμένη
Με φαρμάκι αργού θανάτου.

Αθήνα 23 Ιούλη 1978

Καινούργια εποχή

Είναι
Των ουρλιαχτών εποχή
Η εποχή μας.

Αθήνα 1 Απρίλη 1979

Ικεσία

Νύχτες θλιβές
και απρόσιτες,
μέρες μελάγχολες
υγρές,
ατέλειωτα δειλινά
μιας ανώφελης
εγκαρτέρησης
και πρωινά
στενά
και κουρασμένα.
Μαρμάρωσε η φωνή,
Ένα κλάμα βουβό,
Χωρίς λυγμό,
Ένα χέρι χωρίς δάκτυλα
Να ζητάει.
Λυπήσου,
Λυπήσου μας.

Ημεροδείκτης

Χέρια,
Βυθισμένα στη σιωπή
Της πρώτης του Σεπτέμβρη,
Ψηλαφούν
Μιαν αόρατη κλεψύδρα
Κάθετη στο χρόνο.

Κατοικήθηκε
Η ράχη της μέρας
Από ρίγη
Τραγικών φτερουγισμάτων.

Αθήνα 1 Σεπτέμβρη 1980

Ερωτικό

Κράτησέ με
Βαθειά
Μάσα στις παπαρούνες των χειλιών σου,
Κάνε ρυθμό της ανάσα σου
Το μικρό κρατήρα
Που σιγοκαίει
Μιά κρυφή λαχτάρα
Πίσω από την προσμονή.
Σφιχτά
Μέσα σε σένα,
Πάνω στο δέρμα
Του κορμιού σου

Θεσσαλονίκη 25 Οκτώβρη 1977

Βράδυ στην ταβέρνα.

Λαϊκά τραγούδια
Κι η ματιά
Τεθλασμένη
Πίσω απ΄  το ποτήρι.
Λίγο κάτω
Από τα βλέφαρα,
Λίγω πάνω
Από τα χείλη,
Διαμάντια.

Αθήνα 9 Γενάρη 1978

Ακόμα και τώρα

Πέντε ήχοι.

Νάναι θρήνοι
Είναι πολλοί.

Αθήνα 27 Ιούλη 1979

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Εικόνες

Καθώς έτρεξες στην αγκαλιά μου,
τα μάτια σου πουλιά στον ουρανό,
φτεροκοπούν,
τα χείλια σου ανθός του γιασεμιού,
γλυκά μεθούν,
τα χέρια σου λεπίδες μαχαιριού,
τις πληγές μετρούν.

Τέλος

Όλα τελειώσαν,
κρέμασε το παλτό σου στην κρεμάστρα,
την καρδιά σου κάρφωσε στον τοίχο,
δίπλα στο κάδρο με τα φρούτα.

Όλα τελειώσαν,
σταμάτησε τα λόγια και τα νοήματα,
κλείδωσε τα φτερά σου
στην γωνιά με τα πουκάμισα.

Όλα τελειώσαν,
κλείσε τα δάκτυλά σου σφιχτά
τα μάτια σου, τα χείλη σου,
στις παλιές φωτογραφίες.

Όλα τελειώσαν,
κράτησε τα κρύσταλλα των ματιών,
για στερνή φορά στην παλάμη σου,
με τα τεμαχισμένα χρώματα
και την βραδινή θλίψη.

Ταξίδι

Σου τόχω ξαναπεί,
η ελπίδα είναι η γαλήνη των πολλών.
Όμως εμείς,
με τρεμάμενα χέρια θα πλάσουμε σιωπηλά αγάλματα,
με αόρατα δάκτυλα
θα ζωγραφίσουμε πίνακες λύπης και πόνου,
με σφιγμένα χείλη
θα ψιθυρίσουμε ανείπωτα αιώνια μυστικά,
με πυρωμένα μάτια θα ταξιδέψουμε στη ράχη του καιρού,
σε χώρες μακρινές παραμυθιών,
με μάγους και Βασίλισσες,
με νάνους και ναρκοπέδια.
Γύρισε τα μάτια ξανά,
στις μακρινές γραμμές των χαμένων μονοπατιών,
θα γνωρίσεις άραγε τα βήματά σου,
θα γνωρίσεις το χαμόγελό σου,
τα λόγια σου μείναν στα κλώνια των δένδρων
σαν παντοτινά δάκρυα,
τα θυμάσαι?
Κι οι φίλοι σαν την παλιά σκόνη,
ταξιδεύουν διάφανοι στον χώρο,
σαν ψεύτικες οπτασίες,
οι φίλοι που ήταν στ΄ αλήθεια,
που είναι τώρα,
σκιές σε αόριστες μνήμες,
σαν μουσική που θαρρείς πως ξανάκουσες παλιά,
σαν εικόνα που παράξενα σε προκαλεί από ένα αβέβαιο παρελθόν,
τι ήταν, τι δεν ήταν,
όνειρο, γη και ουρανός.
Θα σηκώσουμε βαρύ το κεφάλι
και θα χαμογελάσουμε σε πείσμα των καιρών,
θα ανοίξουμε τα παράθυρα στα φώτα της νύχτας,
θα δροσίσουμε το μέτωπο που καιει
με τις σταγόνες της βραδινής δροσιάς,
μια ανάσα μόνο,
ένα χαμόγελο μόνο.
Ένα μόνον, μην γελαστείς, κι ύστερα,
ας φτύσουμε πάλι στο πρόσωπο της μοίρας,
ας ξύσουμε τις παλιές πληγές μέχρι
να ματώσουν ξανά και ξανά,
ας σαρκάσουμε τις γαληνεμένες ψυχές,
εμείς που δεν βρήκαμε τίποτα στην καρδιά μας,
παρά μόνο την οδύνη,
εμείς που δεν συναντήσαμε στο διάβα μας
παρά μόνο την μοναξιά,
εμείς που δεν είχαμε πια δάκρυα για την θλίψη,
θα καλπάσουμε στην πλάτη της νύχτας
χωρίς δισταγμό, μέχρι το τέλος.

Στα όνειρα μόνον

Πίσω από τις κουρτίνες με τα ακίνητα πουλιά,
Πίσω από τους μακρινούς ορίζοντες,
Αν λεω, αν, μόνο μια στιγμή, μόνο μια γραμμή
Μόνο μια τύψη,
Αν, λεω αν, μέχρι το βλέμμα, μέχρι την ηχώ,
Μέχρι την δύση.

Τότε, εσύ θα είσαι η μικρή στιγμή, τόσο μικρή,
Τόσο γλυκιά, τόσο φευγάτη,
Που γυρνώντας τα μάτια θα σε ρωτήσω απαλά,
Για μένα ήρθες μια φορά ή ποτέ?
Κι ας μην απαντήσεις.

Πίσω στα όνειρα, μόνο στα όνειρα
Εκεί ας σε χάνω,
Πίσω στις φτερούγες μακρινών πουλιών,
Στα μάτια των αστεριών,
Στη σκόνη των ταξιδιών.

Πριν την Βροχή

Έπειτα άρχισε να βρέχει.
Πάνω στο τζάμι μια μορφή,
πίσω απ’ του δρόμου την στροφή,
η θλίψη σιγοτρέχει.

Και να μετρά τι έχασε, τι έχει,
με ένα δάκτυλο να ψάχνει την πληγή,
μες’ την μελάγχολη, υγρή μαρμαρυγή.
Τις μέρες που κύλησαν σα φτερά,
κει που λαβώθηκε ξανά στερνή φορά.
Έπειτα άρχισε να βρέχει.

Κι ήσουνα

Κι ήσουνα κάποτε ολάκερη ζωή,
στιγμή - σπυρί που αιώνια ανθίζει
κι έγινες μνήμη που σα στήνεται γκρεμίζει
την έλπιση στ’ ονείρου την ατέρμονη ροή.

Κι ήσουνα κάποτε αίσθηση ακόρεστου φιλιού,
σ ένα ταξίδι που μοιαζε τα λάθη του να κρύβει
κι έγινες πέλμα ασφυκτικό που αέναα συντρίβει
του χαμογέλιου την γραμμή στην άκρη του χειλιού.

Κι ήσουνα κάποτε ο ρυθμός στης φλέβας τον παλμό,
στης μοναξιάς την ήρεμη, συντριπτική γαλήνη
κι έγινες δρόμος δισταγμού σε στερεμένη κρήνη
και Πηνελόπη χίμαιρας σ’ ανύπαρκτο σταθμό.

Θα γυρίσεις

Θα γυρίσεις κάποτε δεν μπορεί,
Τα λόγια τα παλιά γίναν φαντάσματα,
Μέσα στους σκοτεινούς της μνήμης δρόμους,
στα μεγάλα παράθυρα της μοναξιάς.

Θα γυρίσεις κάποτε δεν μπορεί,
στους νυκτωμένους χώρους της νιότης σου,
γιά να αγγίξεις με τα δάκτυλα της σιωπής
τις ανοικτές πληγές που θέριεψε ο χρόνος.

Θα γυρίσεις κάποτε δεν μπορεί,
εκείνα τα μάτια θα σε ακολουθούν,
εκείνα τα χέρια θα σε χαϊδεύουν παντού
εκείνα τα λόγια θα διαπερνούν την σκέψη σου.

Θα γυρίσεις κάποτε δεν μπορεί,
γιά να βρεις τη λύτρωση από τα περασμένα,
θα γυρίσεις στην κάθε γωνιά απελπισμένα,
μα δεν ξαναγυρίζουν τα χαμένα.

Για σένα

Για σένα μίλα μου,
μόνο για σένα,
με λόγια,
με κινήσεις,
με τραγούδια,
με σιωπές.
Για τα τραγούδια σου, μίλα μου,
για το χαμόγελό σου.
Τα λόγια σου ας γαληνέψουν
την κρύα καρδιά μου.
Εγώ χάθηκα μες΄ την σιωπή
διαχύθηκα σε αβέβαιο φως,
έσβησα στην ζεστή κίτρινη βροχή
πάνω στο οδόστρωμα του καλοκαιριού.
Για τις πληγές σου μίλα μου
για τις κραυγές σου,
για την χαραγμένη παλάμη σου με ακτίνες φόβου.
Μίλησέ μου,
μόνο με λόγια,
μόνο με τις άκρες των δακτύλων σου,
μόνο με το θλιμμένο βλέμμα σου
που ταξιδεύει πάνω από τις γκρεμισμένες στέγες
και τα κουφάρια μιας ατέλειωτης μέρας.
Μην πεις, λέξη μην πεις,
για μένα,
μην φωνάξεις το όνομά μου,
μην αγγίξεις τα όνειρά μου,
μην χαράξεις την καρδιά μου,
στα σκοτεινά άσε να πλανιέται η ψυχή μου,
στα σκοτεινά μονοπάτια του χτες.

Ortiz

Ortiz, της μουσικής αγαπημένε,
σε άλλες στιγμές, σε άλλες αιχμές,
στροφές, ρωγμές, ταξίδια,
σαν χώρος και σαν χρόνος καμπύλος,
αιώνιος, ναι κοντά, πολύ κοντά στο πουθενά,
εσύ εκεί, σχεδόν αόρατος,
κι η μουσική σου σαν σφυρί, γλυκιά,
του πόνου και του ατέλειωτου λυγμού.

Ortiz, τα χέρια μου που τρέμουν,
τα χείλη μου που μένουν χωρίς μιλιά,
τα μάτια μου που χάσαν το κοντά
και θολά κοιτούν την αντίπερα όχθη
του χρόνου.

Εκεί στον καναπέ, τόσο απλά,
αλλάζουν τα τοπία της σιωπής,
δεν ξέρω πια που είναι, που είμαι.
Δεν τελειώνει η μουσική, δεν τελειώνει ποτέ!

Ortiz Diego Ισπανός συνθέτης του 16ου αιώνα.

Ποιήματα Εκδόσεις "Κέραμος" Δεκέμβρης 1982

Ποιήματα Εκδόσεις "Κέραμος" Δεκέμβρης 1982
Κώστας Παπαποστόλου

Ο Μεγάλος Κύκλος Εκδόσεις "Γαβριηλίδης" 2005

Ο Μεγάλος Κύκλος Εκδόσεις "Γαβριηλίδης" 2005
Κώστας Παπαποστόλου