Η Ποίηση και η Κατάσταση
H
ποίηση είναι προνόμιο. Η γλώσσα φιλοξενεί τον ποιητή. Ο ποιητής οφείλει
την αποθέωση. Την εκπαρθένευση, δηλαδή, κάθε τεκμηρίωσης. Και αυτό
γιατί ο ποιητικός λόγος βρίσκεται πάντοτε, λίγο ή πολύ, πιο μπροστά από
την πιο πρόσφατη ερμηνεία του.
Για να μιλήσουμε για την σύγχρονη ποίηση και την κατάσταση στην
Ελλάδα, κρίνεται αναγκαίο να επανέλθουμε, όσο βαρετό και αν είναι, στα
απολύτως βασικά ζητήματα που μας έχουν κουράσει τα αυτιά και τα μάτια.
Διότι μέσα στην κεκτημένη ταχύτητα του ανθρώπου να βγει μπροστά,
αποδείχθηκε πως δεν βαστά η μνήμη του και πως δεν μαθήτευσε επαρκώς στα
σημεία και τα τέρατα της γραφής.
Μπορούμε λοιπόν να αναφερθούμε σε ορισμένα γνωρίσματα, καταθέτοντας
μία ακόμη, όχι άποψη, αλλά ιδέα για την ποίηση και την κατάσταση, δίχως
ουδεμία πρόθεση να εξοστρακιστεί κανείς, ή να λοιδορηθεί το έργο
οποιουδήποτε. Η ορμή των σχολιασμών είναι φυσική και δεν στοχεύει σε
τραυματισμούς, εξάλλου ένα κείμενο που θα γραφόταν με τέτοια πρόθεση δεν
θα ήταν χρήσιμο σε τίποτε.
Πολλά λέγονται και γράφονται για το
επίπεδο της ποίησης των ημερών μας, και όλοι οι σχολιαστές δεν εδράζουν
τις παρατηρήσεις τους παρά στο πλατό των ορισμών και των διασαφηνίσεων
που όλοι συμφωνούμε πως αποδεχόμαστε ως αξία. Παρόλα αυτά δεν κρίνουμε και δεν αντιμετωπίζουμε παρόμοια την ποίηση που γράφεται σήμερα.
Αδιαφορώντας για τα λεγόμενα εκείνων που κάνουν φιλολογικό τουρισμό,
απομένουμε με ένα ιδιαιτέρως μικρό σύνολο δημιουργικών σχολιαστών. Έστω
μέσα σε αυτό το περιορισμένο πλαίσιο λοιπόν, κυκλοφορούν διαφορετικές
εκτιμήσεις για την σύγχρονη ποιητική γραφή. Και υπάρχουν βέβαια και
άλλες που δεν έχουν ικανοποιητικά δημοσιοποιηθεί. Μία απ’ αυτές θα
προσπαθήσω, παρότι δεν έλκομαι διόλου από τη δοκιμιακή γραφή, να εκθέσω
στο παρακάτω κείμενο, χρησιμοποιώντας και ορισμένα αποσπάσματα από δύο
μικρά αλλοτινά δοκίμια που έγραψα πριν από χρόνια.
Το φαινόμενο της «κοινής» γλώσσας ή της απουσίας συγκεκριμένων
πρωτοβουλιών ανάμεσα στους ποιητές μίας γενιάς, μίας εποχής ή μίας
συγκεντρωτικής αξιολόγησης, πώς μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς; Όταν
οι ποιητές έχουν εν πολλοίς καταθέσει το ιδίωμα μίας λαβωματιάς από το
αγκάθι του ρόδου που έκοψαν, δεν σημαίνει επουδενί πως έχουν
δημιουργήσει δική τους ποιητική γλώσσα, πως έγραψαν δηλαδή καινούργια
ποίηση. Κι αυτό διότι απλώς επανήλθαν σε προηγούμενες ποιητικές
επινοήσεις, ανακυκλώνοντας κάθε περιούσια, ή μη, τυπολατρία. Το πρόβλημα
εντοπίζεται στο γεγονός πως δεν παράγεται προσωπικό ιδίωμα. Μία γλώσσα
δηλαδή μέσα στην οποία ο ποιητής ποντάρει στο ακατόρθωτο. Και ο λόγος
δεν είναι άλλος απ’ αυτόν: οι λεγόμενοι ποιητές απλούστατα ποθούν να
ξεχάσουν τον εαυτό τους γράφοντας. Πιστεύουν πως «η υπογραφή του ποιητή»
θα πάψει εκείνη την σύμβαση που τους επιβάλλει μυστικά την αίσθηση του
περιορισμένου, του ασαφούς, της όποιας οδύνης εμποδίζει τον «έτοιμο»
άνθρωπο να γευθεί την «άλλη ζωή».
Πολύ απλά, ο ποιητής δεν μπορεί παρά να διαθέτει, δημιουργικά, μία
και μόνη ιδέα, την Προσωπική (του) Γλώσσα, και δεν μπορεί παρά να
υποστεί μονάχα την επικράτεια μίας οικουμενικότητας, τίποτε πιο μικρό ή
περιορισμένο. Αν δεν πατηθούν όλα τα πλήκτρα δεν υφίσταται ποίηση.
Η
σχέση των ποιητών με την Παράδοση, για την οποία έχει γίνει αρκετές
φορές λόγος, είναι μάλλον ανύπαρκτη. Προφανώς υπάρχει σοβαρή σύγχυση
ανάμεσα στην διακειμενικότητα και την παράδοση. Στην Παράδοση ανήκει
όποιος της παραδίδει, όχι εκείνος που παραλαμβάνει απ’ αυτήν. Για αυτόν
ακριβώς τον λόγο η ποιητική γραφή ξεπερνά κάθε πολιτισμική, πολιτική,
αισθητική, ψυχολογική ή άλλη σύμβαση, ώστε να καταφέρει να αποτελέσει
Παράδοση. Η ποίηση, αν θεωρήσουμε πως δρα με κάποιον τρόπο, δεν κάνει
άλλο από το να υφίσταται ως Παράδοση μέσα στην ιδέα που χρησιμοποιεί η
ίδια για να εδράζει ως Υπερ-αντικείμενο τον εαυτό της. Απόλυτη έκφραση
της ποίησης είναι ο ίδιος ο ποιητής.
Διαβάζοντας κανείς έργα νεότερων ποιητών ή και φύλλα δοκιμιακού
χαρακτήρα που δημοσιεύουν, διακρίνει το εξής φαινόμενο: η ποίηση
αντιμετωπίζεται σαν «λογική επίγνωση» παρά σαν επισυμβαίνον, που είναι. Η
ποίηση όμως είναι πριν και πάνω απ’ όλα μια ειδική σχέση με τη ζωή, με
τα πράγματα, είναι μία κατάσταση απόλυτης έκθεσης στο Άλλο. Καθαρή
μεταφυσική. Ο ποιητής είναι το σχήμα, ο χώρος της αποδοχής του Άλλου,
μέσα στο οποίο εντοπίζεται και υποκινείται το σώμα και ο νους του
ποιητή. Στην πραγματικότητα δηλαδή, ο ποιητής όταν γράφει αποτυγχάνει,
δεν πετυχαίνει, και δεν απομακρύνεται αλλά επιστρέφει. Αποτυγχάνει και
επιστρέφει σε σχέση με το ανέφικτο (impossible). Διότι, κι εδώ
χρειάζεται ένα καθαρό χαμόγελο, ποίηση του εφικτού –σαν αυτή που είναι
ευρέως διαδεδομένη- δεν υπάρχει.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται μία πρώτη απόδειξη τέχνης ή
αποδεικνύεται η απουσία της. Αν η αποτυχία του ποιητή καθώς και η
επιστροφή του κρίνονται με βάση κάποια στατική επίγνωση, τότε δεν
παράγεται ποίηση. Εξάλλου κάθε επίγνωση, ως γνήσιο τέκνο της συνείδησης,
η οποία είναι μία εκ γενετής ψευδαίσθηση, διαθέτει πολύ μικρό σχήμα για
να χωρέσει την τέχνη. Η ποίηση χωρά μόνον στο όχημα του Μη-Σχήματος.
Αν η γραφή είναι τροχός (που πράγματι μοιάζει να είναι), δεν παύει
ποτέ να περιστρέφεται. Το πιθανό bonus δηλαδή της επιτυχίας όταν η ακίδα
σταματήσει τον τροχό στο «Τα παίρνεις όλα» υφίσταται μόνον στην
αρρωστημένη φαντασία κάποιων.
Κατά βάθος πρόκειται για τον ανείπωτο
πόθο της κοινωνίας να σπάσει τα δεσμά της προσπαθώντας να γίνει μία
κοινωνία «ποιητών» , μα όχι μία κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων. Προφανώς
διαφεύγει το γεγονός πως ο ποιητής δεν γνωρίζει ούτε την σκλαβιά μα ούτε
και την ελευθερία· είναι φαινόμενο προηγμένο και τελεσφόρο σε σχέση με
αυτό που ονομάζουμε «κοινωνία».
Καμώνονται λοιπόν ορισμένοι πως
ποιητές μας είναι οι διαφημιστές των τραυματισμένων πόθων μας. Φευ! Ο
ποιητής είναι πάνω απ’ όλα μια στάση ζωής, μια φυσικότητα που διαρκώς
αναδεικνύει δίχως να αναδεικνύεται. Αυτό που πολλοί θεωρούν ποίηση είναι
μία άκαμπτη διακόσμηση, δεν συμμετέχει στον ρου της ζωής, δεν αντανακλά
στη μνήμη. Δεν μιλάμε συνεπώς για ποίηση.
Η ποίηση ανήκει αποκλειστικά στο γίγνεσθαι,
όχι στο είναι. Ο ποιητής αποτελεί μία άσωτη διαταραχή ανάμεσα στο
ατομικό και το κοσμικό στοιχείο – κι αυτήν τη διαταραχή όντας
νομοτελειακά πυρσός της εποχής, πρέπει πάση θυσία να μετακενώσει ζώντας
και γράφοντας. Μόνο τότε η δουλειά του ποιητή θα ‘χει πετύχει.
Η
Μούσα δεμένη στον βράχο του Προμηθέα. Μιλώ σαφέστατα για την πιο
σκοτεινή σκληρότητα που μπορεί να χωνέψει η ανθρώπινη συνείδηση. Ο
ποιητής αναμετράται με μια δρακόντεια απαίτηση: εκείνη της γλώσσας της
ζωντανής που μιλά με τη σοφία της συγχρονικότητας και της αλλοίωσης.
Ποίηση είναι εκείνη που στοιχειώνει τον θάνατο, περιφρονεί την ελπίδα
και ζει με το αιώνιο βάσανο. Ακόμη κι αν πρόκειται για το minimum της
είδησης ενός Νέου Όντος, μ’ αυτό το ασύμφορο θα καταγίνεται υποχρεωμένο
το μέλλον.
Η ποίηση δεν αποτελεί μέρος του διακόσμου του ανθρώπινου σύμπαντος, ούτε και είναι η ιέρεια της εξιλέωσης των πληγών του. Είναι η έσχατη προσομοίωση της καταστροφής και της δημιουργίας του.
Βασικό εμπόδιο λοιπόν για την επίτευξη αυτής της προσομοίωσης είναι η
ατολμία. Και εννοούμε την ατολμία του πνεύματος να συντελέσει στο
ξεπέρασμα της διατύπωσης ώστε το ποίημα να είναι ποίηση και όχι
αισθητική τακτοποίηση μίας «διακήρυξης», να είναι Τέχνη. Γιατί μία απλή
“διακήρυξη ελευθερίας” του ποιητή είναι κατ’ ουσία ανώφελη.
Απαιτείται μια κάποια δημιουργική υλοποίηση ενός ορισμένου αιτήματος. Η
υλοποίηση αυτή είναι η διαφορά, η οποία όμως υφίσταται μόνο ως υπεροχή
και όχι ως υποχώρηση (σύμβαση), όπως διατείνονται έμμεσα ορισμένοι, και
ευλογούν οι διακεκριμένοι «πατέρες» της γραφής.
Εκεί λοιπόν που κάποιοι αναγνωρίζουν τον ερχομό μίας νέας ποιητικής
γενιάς με αναθεωρημένη προβληματική, υπάρχουν και άλλοι που δεν
διακρίνουν παρά καρικατούρες που περιφέρονται με κάποιο «χρίσμα»
ικανοποιώντας την ανούσια ματαιοδοξία τους. Βλέπουν τα αποτελέσματα των
διατυπώσεων εκείνων που τόσο άστοχα έβαλαν μεγάλο σημάδι στη «γενιά του
‘30(;)», άφησαν ένα τεράστιο κενό ανάμεσα, και ξανασημάδεψαν εντελώς
αυθαίρετα στη «γενιά του ‘80(;)», η οποία έφερε με τη σειρά της στον
κόσμο μία φουρνιά νεότερων ποιητών, τους σημερινούς, που λογοπαικτούν
με το απόκομμα της πρόωρης συνταξιοδότησής τους.
Η «νέα γενιά ποιητών» πιστεύω πως δεν είναι υποχρεωτικά αυτή που
παρουσιάζεται ως τέτοια. Υπάρχουν σοβαροί ποιητές που δεν έχουν
αναγνωριστεί ούτε και εκτιμηθεί επίσημα, βρίσκονται κάπου πιο απόμερα.
Εκεί που οι μηχανισμοί τεχνητού φωτός των κριτικών, των ακαδημαϊκών και
των επαϊόντων δεν καταφέρνουν να λάμψουν. Ποτέ άλλωστε δεν το
κατάφεραν.
Οι πραγματικοί ποιητές γνωρίζουν πως αυτό που εξακολουθεί είναι ένα
και απαράλλακτο, η διερώτηση μίας Απολύτου Υπάρξεως, το ζήτημα της
πίστης στο Ιερό. Κάθε διαφοροποίηση αυτού του φαινομένου είναι κι ένας
μανδύας του αδιαφοροποίητου. Όλες οι πτώσεις των μανδυών είναι η ιστορία
της ποίησης· γραμμένη από όσους επιδόθηκαν στην έκδυση, στην κορύφωση.
Κορυφαίο είναι το εντελώς απρόβλεπτο που προκύπτει από την εσκεμμένη απαλλαγή του ποιητικού λόγου από την προφανή ισορροπία και την φαινομενική στρατηγική του.
Μα εδώ τα χέρια ιδρώνουν και ο ίσκιος χάνεται κάτω απ’ τα πόδια, διότι:
με τι καταγίνεται κανείς όταν λέει πως είναι ποιητής; Με την προγύμναση
μπροστά στην επερχόμενη εξαφάνιση ή με την έσχατη επιβεβαίωση;
Πρόκειται για λαχτάρα «άλλων κόσμων», για «εξαγνισμένη λησμονιά», για
απόθεση κορώνας σε κάποιο υψηλό μέλημα;
Ας
ακουστεί κι αυτή η άποψη λοιπόν: ο ποιητής λειτουργεί ως αυθέντης, ως
διάνοια που διαβλέπει και συνιστά· φέρνει τον κόσμο σε μία νέα αφετηρία
της οποίας τα στοιχεία τα κατέχει και τα εξουσιάζει ως «μονάρχης ιδίω
δικαίω» όπως θα έλεγε και ο Έμερσον. Προτείνει στον κόσμο νέες
αντιληπτικές εμπειρίες και κρίνει πως ο άνθρωπος οφείλει να αποκαλυφθεί,
πως ο άνθρωπος έχει μείνει τραγικά πίσω, και πως ακόμη και αν ο ποιητής
στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, ή και πάνω από το ύψος αυτό, ο
άνθρωπος έχει επικίνδυνα αδυνατίσει στο εσωτερικό του για να δεχθεί τη
δική του συνδρομή. Και για αυτό ευθύνη του ποιητή είναι να μεταβάλλει
τον κόσμο και όχι να πορεύεται σύμφωνα με την συντονισμένη πρόσληψη. Ο
ποιητής καταφέρνει να μην υποταχτεί στην ανθρωπότητα, αναλαμβάνοντας το
βάρος της συλλογικής της πτώσης. Είναι ο ερχόμενος άνθρωπος, όχι το
ανθρωπάριο που υποτιμά την ύπαρξη, το οποίο τανύζεται μεταξύ
αυτο-προσδιορισμού και κοινωνικού φαίνεσθαι.
Η εναργής μυθολογία του προσωπικού θανάτου που δημιουργεί
ψηφίδα-ψηφίδα την εικόνα της ποίησης από μέσα μας, βρίσκεται στα
αζήτητα. Η ποίηση πέφτει όλο και πιο χαμηλά μέσα στον κάδο της
τυποποίησης του ορθού λόγου, ειδικά όταν παρασύρεται από κατήφεια και
μετατρέπεται σε απλή ανάγκη να καταγραφεί. Πόσοι από τους νέους ποιητές
και τις νέες ποιήτριες δεν γράφουν με το καρμπόν της «θλίψης»; Καθώς και
οι περισσότεροι από τους «καταξιωμένους» ποιητές και τις ποιήτριες που
από καιρό θεωρούνται οι κορυφαίοι μας;
Η ποίηση ακριβώς επειδή είναι (μετα)φύση, δεν είναι άλλο από μία
διαρκής παρουσία. Νόημά της είναι η ίδια της η ύπαρξη. Η ποίηση
ασχολείται με κάτι που δεν γίνεται διανοητικά να ολοκληρωθεί. Το Κενό.
Την άληκτη διερώτηση για την κεντρική αλήθεια των πραγμάτων και των
ορίων που υποβάλλονται για να καταργούνται. Η ποίηση δρα αδιάφορα ή
ενάντια στις γενικές δυνατότητες, είναι εξαιρετική ειδίκευση, αποτελεί
δε μέρος του απόλυτου υπερ-Αντικειμένου και δεν προβληματίζεται με τη
θέση της διότι είναι η απόλυτη έκφραση εκείνου. Προβληματίζεται όμως με
τις εκδοχές του.
Για αυτό λοιπόν, ο ποιητής δεν γράφει με το ταλέντο (το ξεπερνά),
γράφει με την απώθηση της ευκολίας και της επισήμανσης. Ο ποιητής
βαδίζει στο πουθενά. Το ποιητικό έργο ορίζεται από την ποιητική σύσταση
του δημιουργού, από την ποιητική δύναμη που τον καθιστά ποιητή. Γιατί η
ποίηση ξεκινά από την πρωτοβουλία να την πραγματώσει κανείς, και όχι από
την κάψα να «γίνει» ποιητής.
Η ποίηση είναι εκείνη η δύναμη
συνοχής του πνεύματος και του σώματος του ποιητή, η οποία καταλήγει κάθε
φορά που γράφεται στο χαρτί. Όργανο της ποίησης δεν είναι το ποίημα,
είναι ο ποιητής. Στην πραγματικότητα τα ποιήματα είναι παράσιτα αυτής
της συντέλεσης. Η ποίηση όταν κυκλοφορεί σε έντυπη μορφή είναι πλέον
νεκρή. Το ποίημα είναι στο εξής ένα κηδειόσημο· παρόλα αυτά, λέει πολλά.
Ο αναγνώστης και ο επίδοξος ποιητής, οφείλουν να εγείρουν τη δική τους
δυνατότητα ποίησης από την αναγγελία θανάτου, λαμβάνοντας γνώση τόσο από
το γεγονός της τοιχοκόλλησης, όσο και απ’ όσα γράφτηκαν στο χαρτί.
Ο πραγματικός ποιητικός λόγος αδιαφορεί μπροστά στην διαβόητη
«ανάσταση», στην περίπτωσή μας δηλαδή, την τεκμηρίωση μίας ποιητικής
Φανέρωσης, πολύ απλά γιατί τίποτα δεν έχει πεθάνει, παρά μόνο ο ποιητής.
Ο ποιητής (ήτοι η ποίηση) είναι ο Νεκρός (ο αληθινός Φανερωμένος). Το
ανήκουστο και αέναο της δυνατότητας Να Είναι.
Σχετικά Θέματα
Γιάννης Λειβαδάς: Δύο δοκίμια με την ποίηση*
- Αναδημοσίευση από το 4ο τεύχος της λογοτεχνικής επιθεώρησης “Κουκούτσι”, Ιούνιος 2011
Περισσότερα για τον
Γιάννη Λειβαδά στην ιστοσελίδα του
http://livadaspoetry.blogspot.fr