Έμοιαζε
με ζωή αυτό που ανασαίναμε,
Χυμός
λεμόνι ξινός και παγωμένος,
Συννεφιά
ολόγυρα σε όλα τα παράθυρα
Κι οι
δυο μας ακουμπισμένοι στο πρεβάζι
της
δύσης ενός αμφιλεγόμενου ουρανού.
Αβέβαιοι
για το τι θα ξημερώσει,
σαν
τραγικές φιγούρες γιαπωνέζικου διάκοσμου
Με
χρωματιστές κορδέλες
να
κατακλύζουν τις αγκαλιές μας
και
να δίνουν την ψευδαίσθηση καλοκαιριού.
Γύρω
από το σπίτι
δένδρα
και θάμνοι γυμνοί στο σκοτάδι,
που
έπεφτε γοργά
Τα
γυμνά βλέμματα ραγισμένα
Να αιμορραγούν τον δισταγμό
Κι οι
πρώτες καταχνιές να κατοικούν την αυλή
Να
μας γνέφουν θλιμμένες
Σαν
ανθρώπινα κουφάρια,
που
ανασαίνουν βιαστικά στο χώμα
Και
θολώνουν τη λιμνούλα του δρόμου
Με
αφρό και λάσπη
Έτσι όπως κατέβαινε το σκοτάδι
μας
αγκάλιαζε σφιχτά
Μέσα
στην κουζίνα ή το σαλόνι
στριφογύριζε χορευτικά
Η υπνοφόρος ελπίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου