Γύρισε πίσω
Χωρίς να κοιτάζει,
Με το κεφάλι σκυφτό,
Βαρύ, αγαλμάτινο,
Τα χέρια μετέωρα,
Μαζί του τρέχουν τα χρόνια,
Ολοένα τον προσπερνούν,
Θραύσματα,
Μονάχη σκιά
Στην ερημία της επερχόμενης νύχτας.
Ο θόρυβος των άδειων τραίνων,
Που ολοένα αναχωρούν
Αφήνουν ένα τοπίο μοναχικό.
Περνούν εικόνες,
Από παιχνίδια μιας νιότης,
Που δεν γύρεψε
Να παρέλθει,
Κι ας κράταγε σφιχτά τα ρολόγια,
Κι ας μάγευε τους λεπτοδείχτες,
Κι ας κατέβαζε τις ταχύτητες,
Μιας αγάπης που διαχύθηκε μέσα στο φως,
Ονόματα που λησμονήθηκαν,
Αμετάκλητα,
Τι έγινε λοιπόν,
Που ήτανε τόσο καιρό,
Ταξιδεύοντας,
Χαϊδεύοντας άλλα σώματα,
Ξένα,
Πνιγμένος στον ιδρώτα και στη σιωπή,
Λευκό φως, λευκά σεντόνια
Νοσοκομείου,
Σαν είδωλο άλλου κόσμου.
Ακατοίκητη πολιτεία,
Δώσε το νερό της παρηγοριάς
Στους λησμονημένους.
Αθήνα 31/01/2010