Στο lexima.gr σαν ελάχιστο φόρο τιμής στη μνήμη της Αγγελικής Κωσταωβάρα αναδημοσιεύθηκε το παρακάτω κείμενό της, με την επισήμανση ότι στις μέρες μας ο όρος «Πρώτη μεταπολεμική γενιά», έχει αντικαταστήσει τον όρο «Ποίηση της ήττας».
Το κείμενο είχε δημοσιευθεί αρχικά στην Εφημερίδα Εποχή (τεύχος 690).
(Γ. Μ.)
(Γ. Μ.)
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ, ΩΣ ΕΠΩΔΥΝΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ.
Ένα επαναστατικό όραμα, στο βαθμό που γίνεται συλλογικά αποδεκτό, εμπεριέχει στον πυρήνα του στοιχεία και αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ηθικής.«Η ποίηση της ήττας», προϋποθέτει αυτό το όραμα και τη ματαίωσή του και μέσα από επώδυνες διαδικασίες, δίνει το έναυσμα πολύ πρώιμα, στα έργα ποιητών της Α μεταπολεμική ς γενιάς, για έναν προβληματισμό αυτoγvωσίας της αριστεράς.
Κλείνουν ακριβώς σαράντα χρόνια από τότε που ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης, στο τεύχος υπ. αριθ. 106-107 της Επιθεώρησης Τέχνης, τον Οκτώβριο του 1963, κατέγραψε τον όρο «Η ποίηση της ήττας», σε ένα αληθινά τολμηρό και ευθύβολο άρθρο. Αξιοσημείωτο είναι ότι το άρθρο αυτό, που τροφοδότησε και εξακολουθεί να τροφοδοτεί ποικιλοτρόπως τον σχετικό διάλογο, καταχωρήθηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης (που υποστήριξε και στα επόμενα τεύχη τον οξύτατο διάλογο - Τάσος Βουρνάς, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Τάσος Λειβαδίτης κ.α.), όχι στις μελέτες ή στα άρθρα, αλλά. στις βιβλιοκριτικές. Ίσως επειδή είχε σαν αφορμή την έκδοση δύο ποιητικών συλλογών: τον Γυρισμό, του Θανάση Κωσταβάρα και την Μαθητεία, του Τίτου Πατρίκιου, πάνω στις οποίες παραδειγματικά στηρίχτηκε κυρίως, το όλο σκεπτικό.
Σήμερα κρίνεται αναγκαίο να τεθεί εκ νέου το πλαίσιο, υπό τη μορφή γνωστικού υλικού και κάποιων σχολίων, για έναν αμφίπλευρο διάλογο και προς το ίδιο εναρκτήριο εκείνο άρθρο, αλλά ταυτόχρονα να λειτουργήσει ως ερέθισμα, για την ανίχνευση των πηγών, στο βαθμό που αυτό ανταποκρίνεται, στο σύγχρονο αίτημα ιδεολογικής ταυτότητας και αυτογνωσίας της αριστεράς. Το παράθεμα πού ακολουθεί βοηθάει να διευκρινιστεί σε ποια ακριβώς διευρυμένη -χρονικά- ήττα, αναφερόταν ο Βύρων Λεοντάρης: «ο σημερινός άνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος, από μια ήττα, που δεν σημαδεύει ανεξίτηλα μονάχα τον ελληνικό χώρο, αλλά είναι γενικότερα, ήττα της ανθρωπότητας, του πολιτισμού.»
Η λέξη-κλειδί εδώ, είναι λοιπόν η «ήττα», η οποία δεν έμπαινε σε διαπραγμάτευση από την τότε επίσημη αριστερά και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βύρων Λεοντάρης: «και σαν λέξη ακόμη, ήταν μέχρι χθες άγνωστη, απαράδεκτη σε όλους τους τομείς της πνευματικής δραστηριότητας, στην ιστορική, κοινωνιολογική και πολιτική σκέψη.»
Παρελκόμενα αυτής της κατάστασης, ήταν μια σειρά επίθετα με αρνητική χροιά, όπως: απαισιόδοξος-πεσιμιστής -ελιτίστικoς -εκλεκτικιστής -παρακμιακός και πλήθος παράγωγά τους, που αυτόματα έβαζαν στο μαυροπίνακα και συνόδευαν κατά καιρούς αρνητικά, τα ονόματα των δημιουργών της ποίησης της ήττας, είτε κριτικών, όπως έγινε με τον Βύρωνα Λεοντάρη. Στο αμέσως επόμενο τεύχος της Επιθεώρησης Τέχνης, από εκείνο που δημοσιεύτηκε το άρθρο, τον κατακεραύνωσε ο Τάσος Βουρνάς, με τον ενδεικτικό τίτλο, «Η ποίηση της ήττας και η ήττα της κριτικής, με σκληρές και έωλες εκφράσεις. Η σχετική συζήτηση, συνεχίστηκε όχι μόνο στον ίδιο χώρο, αλλά επεκτάθηκε αστραπιαία, υπέρ ή κατά σε διάφορα έντυπα και περιοδικά. Δείχνοντας παράλληλα ότι ο Βύρων Λεοντάρης , με την επισκόπηση που επιχείρησε του φαινομένου, εισάγοντας ταυτόχρονα την ερεθιστική λέξη «ήττα», επέβαλε και αποκάλυψε το διάλογο, που διεξαγόταν παρασιωπημένος αρκετό χρόνο πριν, στα έργα των νέων ποιητών (και όχι μόνον), επισημαίνοντας με κριτική οξυδέρκεια τις καίριες μετατοπίσεις από την προϋπάρχουσα, αντιστασιακή και μεταντιστασιακή ποίηση. Γράφει σχετικά, «Η ποίηση της ήττας βασικά είναι μια βαθειά κρίση και ίσως το τέλος της αντιστασιακής ιδεολογίας και της αντιστασιακής ποίησης.» Ο διάλογος δεν άνοιξε απλώς, ξ έ σ π α σ ε, σαν έτοιμος από καιρό, εκτοξεύοντας στα ύψη το ενδιαφέρον και το σημαντικότερο πλήττοντας ανοιχτά, το κύρος της ο λ ι κ ή ς και μιας αλήθειας. Οι αντιπαραθέσεις έγιναν με οξύτητα και από τις δύο πλευρές και με καλά λειασμένα, καθόλου αυτοσχέδια επιχειρήματα. Γεγονός που δείχνει ότι, οι εξελίξεις, με την μορφή ποιητικών καταγραφών, είχαν γίνει αντιληπτές, καθώς ογκωνόταν η αντίθεση με την κρατούσα άποψη και το άρθρο του Λεοντάρη ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά.
«Η ποίηση της ήττας» λοιπόν, δεν ήταν ένα περιθωριακό, διαστρεβλωτικό μόρφωμα, λίγων ποιητών, αποκομμένο από τον προβληματισμό της εποχής. Αντίθετα, όπως κάθε αυθεντική έκφανση της τέχνης, απεδείχθη ότι ήταν ένας ζων οργανισμός, που νευρωνόταν από τα συμβάντα και απηχούσε αιτήματα των καιρών. Και ίσως τα ουσιωδέστερα σημεία που την καθιστούν αδιάψευστη μαρτυρία της εποχής, είναι αφ' ενός, ότι έδωσε το προβάδισμα στο π α ρ ό ν, αναδομώντας το ως προς τις προτεραιότητες, όχι ατενίζοντας αισιόδοξα το μ έ λ λ ο ν, το οποίο διέβλεπαν αβέβαιο και ασαφές, στον ιδεολογικό ορίζοντα της τότε αριστεράς. Αφ' ετέρου, πράγμα πολύ σημαντικό, όλα αυτά επισυμβαίνουν με τον ε ν τ ε λ έ σ τ ε ρ ο τρόπο, εντός των ορίων της ποίησης, φέρνοντας στο προσκήνιο, το ζέον αίσθημα της οδύνης, με κραδασμούς υψηλής δημιουργικής εμβέλειας, σηματοδοτώντας με δ ρ α μ α τ ι κ ό ύφος, την οριακή στιγμή, κατά την οποία η ψυχή, αρνείται α κ ό μ η σπαρακτικά να αποκολληθεί συγκινησιακά, από το διαψευσμένο όραμα. Το ίδιο το ιστορικό γεγονός της στρατιωτικής ήττας του κινήματος, χωρίς να παρακάμπτεται, εμπλουτίζεται σε τέτοιο σημείο, που βοηθάει να επαναδιατυπωθεί διερευνητικά, η έννοια του η τ τ η μ έ ν ο υ ανθρώπου, όπως είδαμε και στο προαναφερθέν παράθεμα του Β. Λεοντάρη. Ηττημένος πλέον, αισθάνεται ο άνθρωπος που στερείται κάθε προσδοκίας και χωρίς ορατό μέλλον - μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο και ό, τι επακολούθησε. Εξαιρετικής σημασίας, είναι η πρόσληψη αυτής της σκέψης στην ποίηση της ήττας, καθώς διακρίνεται, η υ π ε ρ β α τ ι κ ή δύναμη του ηττημένου ανθρώπου, να συνεχίσει εσωτερικά την αντίσταση, να μην καταρρεύσει. Όπως λέει επιγραμματικά ο Θανάσης Κωσταβάρας και το θέτει ως προμετωπίδα ο Β. Λεοντάρης στο άρθρο, «Το ωραίο και το δύσκολο δεν είναι να κρατήσεις/ είναι να πέσεις και να σηκωθείς». Αυτή η δημιουργική δύναμη που εμπεριέχει η ποίηση της ήττας, επιβεβαιώνεται στο βαθμό που επέδρασε αλυσιδωτά και στις επόμενες γενιές των ποιητών. Αλλαγή ρ η τ ο ρ ι κ ή ς - το σημείο τομής.
Εκείνο όμως που αλλάζει ριζικά, ως προς την εκφραστική, στην ποίηση της ήττας, σε σχέση με την αντιστασιακή και μεταντιστασική ποίηση, είναι η ρ η τ ο ρ ι κ ή της και η υποχώρηση του ενθουσιαστικού τόνου, αφού τότε υπήρχαν άλλες προτεραιότητες α) η ποίηση απευθυνόταν μεγαλόστομα, ακόμη και στα πρώιμα έργα των περισσοτέρων νέων ποιητών, β) υπαγορευόταν εκφραστικά η πλατειά χειρονομία προς τα πλήθη των συντρόφων, όπως επάνω από μια νοητή εξέδρα ή μπαλκόνι, γ) προτασσόταν η ελπίδα και οι κάθε είδους σκοπιμότητες, (της αντίστασης, του αγώνα, των εσωκομματικών ισορροπιών κα.) και δ) προβαλλόταν ο ηρωισμός, με τα μεγάλα επώνυμα πρότυπα. Ο ρόλος της ποίησης, ήταν λοιπόν, δοσμένος, απ' την πλευρά της αριστεράς έπρεπε να ενθαρρύνει, να εμψυχώνει και να ξεσηκώνει τα πλήθη. Αλλά μετά τα όσα επακολούθησαν εντός και εκτός του κινήματος, με αποκορύφωμα την τελειωτική ήττα, το 1949, καμιά παραμυθία δεν μπορούσε να αναστείλει το τσάκισμα της ψυχής. Οι άνθρωποι της αριστεράς, δε φάνηκαν προετοιμασμένοι να δεχτούν τις ψυχολογικές και άλλες συνέπειες της ήττας και του εμφύλιου, με τις γνωστές ταπεινώσεις. Και το σπουδαιότερο, η αλήθεια έμενε συγκαλυμμένη για χρόνια, κάτω από επάλληλα στρώματα σκοπιμοτήτων. Με τις πολλές και βαθειές προεκτάσεις της, δεν ήταν αμέσως ορατή, ώστε να συμμεριστεί και να αvτιληφθεί κανείς την πολυπλοκότητά της. Έτσι κι αλλιώς απαιτείται ένα αναγκαίο χρονικό διάστημα, για να ανατραπεί η κυρίαρχη εκδοχή που προβάλλεται σαν αδιαμφισβήτητη αλήθεια, συσκοτίζοντας την πραγματικότητα. Μάλιστα εποχές δύσκολες στην πληροφόρηση και στην πρόσβαση στοιχείων όπως εκείνη, χρειαζόταν επίμονη και επώδυνη προσπάθεια, για να πειστεί κανείς ακόμη και για το αυτονόητο. Ακριβώς εδώ η ποίηση της ήττας, ως μέρος του όλου, διεκδικεί όχι πλέον ένα νέο κ α θ ο δ η γ η τ ι κ ό ρόλο, αλλά επιτέλους α π ο κ τ ά π ρ ό σ ω π ο , που πάνω του χαράζονται με απόγνωση, ευδιάκριτα τα σημάδια της ήττας και της ματαίωσης του οράματος. Όμως παρά ταύτα προέχει η έκδηλη διάθεση, να μοιραστεί κανείς την επώδυνη εσωτερική ε μ π ε ι ρ ί α του με τον άλλον. Αυτή η προέχουσα ανάγκη συνομιλίας με τον συμπάσχοντα σύντροφο και συνάνθρωπο, θα αποτελέσει την εκφραστική (και όχι μόνον), τομή για την ποίηση της ήττας. Ο τόνος γίνεται ενίοτε εξομολογητικός, έντονα δραματικός, με ευδιάκριτες υ π α ρ ξ ι α κ έ ς προεκτάσεις. Και παρά τα στοιχεία ψυχικής και σωματικής κόπωσης, μπαίνει ως πρόταγμα η μη συγκάλυψη της αλήθειας, στο όνομα οποιασδήποτε σκοπιμότητας., αποστρακίζοντας την κλειστοφοβία, την παθητικότητα και τη μοιρολατρία. Ο τόνος γίνεται πιο οικείος, καθώς το πρόσωπο αλλάζει, απευθύνεται στον κοντινό, γίνεται ε σ ύ, ε σ ε ί ς. Ήδη οι ποιητές γίνονται διακριτοί, αναγνωρίσιμοι και αναγνώσιμοι, συγκεντρώνοντας γύρω τους, ένα συμπαγές νέο αναγνωστικό κοινό, από το οποίο γίνονται και ιδεολογικά αποδεκτοί. Ο αντι-ηρωικός χαρακτήρας και η επίκληση του ανωνύμου συντρόφου.
Tο κλίμα βέβαια, έχει διαφοροποιηθεί καίρια και είναι εντόνως αντι- ηρωικό, σε σχέση με κείνο της αντιστασιακής ποίησης. Πραγματοποιείται η εισβολή των α φ α ν ώ ν, μέσα στην ποίηση της ήττας, των αντι-ηρώων, αυτών που καμιά ιστορία δεν θα μνημονεύσει το όνομα και τη θυσία τους. Ανασκαλεύεται επώδυνα η μνήμη, συχνά με ενοχή, και ανακαλούνται ονόματα φίλων και συντρόφων με οικείο πλέον πρόσωπο και όχι οι απόμακροι ανδριάντες και οι ανεβασμένοι στο βάθρο αρχηγοί. Με αυτό το ποιητικό και συγκινησιακό προσκλητήριο, των χαμένων ή σκόρπιων μη επώνυμων συντρόφων, γίνεται και μια νοερή επίκληση προς το ό ρ α μ α , ότι δεν ήταν όλα ψευδαισθητικά, ότι ο αγώνας και το αίμα υπήρξαν και έχουν πρόσωπο.
Όμως η ηθική που αμαυρώθηκε από τις κάθε είδους σκοπιμότητες, ρίχνει βαριά τη σκιά της στην ήττα και στις ψυχές των ανθρώπων. Μέσα στην ποίηση της ήττας ορθώνονται τεράστια, αναπάντητα ερωτηματικά: «τα λόγια μου ερμηνεύονταν σύμφωνα με σκοπιμότητες/ απ' τον ίδιο εμένα αποδεκτές. Και πια πώς να μιλήσω,/ πώς να κρίνω, πώς να κριθώ, χωρίς να βλάψω/ χωρίς να πάρω εύσημα από εκεί που μισώ;» (Τίτος Πατρίκιος - Το δάσος και τα δέντρα.) Και ο Τάσος Λειβαδίτης θέτει αργότερα το 1966, στην Επιθεώρηση Τέχνης με ευκρίνεια το ζήτημα: « Η ήττα μας είναι πάνω απ' όλα, ένα πρόβλημα ηθικής», αναφερόμενος στην συνέχεια ευθέως στις δημοκρατικές αρχές που φαλκιδεύτηκαν εντός του κινήματος.
Η διαδικασία α υ τ ο γ ν ω σ ί α ς , όπως επιχειρείται μέσα στην ποίηση της ήττας, φαίνεται να ακολουθεί αυτή τη σειρά: επίγνωση της κατάστασης - δοκιμασία επώδυνη γνώση - ελευθέρωση από σκοπιμότητες - προσπάθεια ηθικής και ψυχικής ανόρθωσης, με τον πνευματικό διάλογο και τη στερέωση της μνήμης, πράγμα που σημαίνει ότι κανείς δεν αρνείται αλλά διεκδικεί το δικό του παρελθόν.
Κι αν υπάρχει μια νίκη που περιρρέει στην ποίηση της ήττας, σε τούτη την ύστερη προσωπική μάχη, αυτή έχει ηθικό χαρακτήρα, περισώζοντας για τους μεταγενέστερους, έννοιες όπως περηφάνια, εντιμότητα, αξιοπρέπεια, καθαρότητα, ως ιδεολογικά συμπαράγωγα της ανθρωπιάς. Συνιστώντας, όχι πλέον ένα νέο επαναστατικό όραμα, αφού αυτό δεν επιβάλλεται, αλλά προκύπτει από τα προωθημένα αιτήματα της κάθε εποχής. Μια συνανάγνωση όμως της ποίησης της ήττας με το παρόν, συμβάλλει ουσιαστικά, αφήνοντας μια ζωντανή, ηθική, πνευματική υποθήκη, στην αναζήτηση ενός νέου ν ο ή μ α τ ο ς της σύγχρονης ζωής. Αγγελική Κωσταβάρα
Ένα επαναστατικό όραμα, στο βαθμό που γίνεται συλλογικά αποδεκτό, εμπεριέχει στον πυρήνα του στοιχεία και αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και ηθικής.«Η ποίηση της ήττας», προϋποθέτει αυτό το όραμα και τη ματαίωσή του και μέσα από επώδυνες διαδικασίες, δίνει το έναυσμα πολύ πρώιμα, στα έργα ποιητών της Α μεταπολεμική ς γενιάς, για έναν προβληματισμό αυτoγvωσίας της αριστεράς.
Κλείνουν ακριβώς σαράντα χρόνια από τότε που ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης, στο τεύχος υπ. αριθ. 106-107 της Επιθεώρησης Τέχνης, τον Οκτώβριο του 1963, κατέγραψε τον όρο «Η ποίηση της ήττας», σε ένα αληθινά τολμηρό και ευθύβολο άρθρο. Αξιοσημείωτο είναι ότι το άρθρο αυτό, που τροφοδότησε και εξακολουθεί να τροφοδοτεί ποικιλοτρόπως τον σχετικό διάλογο, καταχωρήθηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης (που υποστήριξε και στα επόμενα τεύχη τον οξύτατο διάλογο - Τάσος Βουρνάς, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Τάσος Λειβαδίτης κ.α.), όχι στις μελέτες ή στα άρθρα, αλλά. στις βιβλιοκριτικές. Ίσως επειδή είχε σαν αφορμή την έκδοση δύο ποιητικών συλλογών: τον Γυρισμό, του Θανάση Κωσταβάρα και την Μαθητεία, του Τίτου Πατρίκιου, πάνω στις οποίες παραδειγματικά στηρίχτηκε κυρίως, το όλο σκεπτικό.
Σήμερα κρίνεται αναγκαίο να τεθεί εκ νέου το πλαίσιο, υπό τη μορφή γνωστικού υλικού και κάποιων σχολίων, για έναν αμφίπλευρο διάλογο και προς το ίδιο εναρκτήριο εκείνο άρθρο, αλλά ταυτόχρονα να λειτουργήσει ως ερέθισμα, για την ανίχνευση των πηγών, στο βαθμό που αυτό ανταποκρίνεται, στο σύγχρονο αίτημα ιδεολογικής ταυτότητας και αυτογνωσίας της αριστεράς. Το παράθεμα πού ακολουθεί βοηθάει να διευκρινιστεί σε ποια ακριβώς διευρυμένη -χρονικά- ήττα, αναφερόταν ο Βύρων Λεοντάρης: «ο σημερινός άνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος, από μια ήττα, που δεν σημαδεύει ανεξίτηλα μονάχα τον ελληνικό χώρο, αλλά είναι γενικότερα, ήττα της ανθρωπότητας, του πολιτισμού.»
Η λέξη-κλειδί εδώ, είναι λοιπόν η «ήττα», η οποία δεν έμπαινε σε διαπραγμάτευση από την τότε επίσημη αριστερά και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βύρων Λεοντάρης: «και σαν λέξη ακόμη, ήταν μέχρι χθες άγνωστη, απαράδεκτη σε όλους τους τομείς της πνευματικής δραστηριότητας, στην ιστορική, κοινωνιολογική και πολιτική σκέψη.»
Παρελκόμενα αυτής της κατάστασης, ήταν μια σειρά επίθετα με αρνητική χροιά, όπως: απαισιόδοξος-πεσιμιστής -ελιτίστικoς -εκλεκτικιστής -παρακμιακός και πλήθος παράγωγά τους, που αυτόματα έβαζαν στο μαυροπίνακα και συνόδευαν κατά καιρούς αρνητικά, τα ονόματα των δημιουργών της ποίησης της ήττας, είτε κριτικών, όπως έγινε με τον Βύρωνα Λεοντάρη. Στο αμέσως επόμενο τεύχος της Επιθεώρησης Τέχνης, από εκείνο που δημοσιεύτηκε το άρθρο, τον κατακεραύνωσε ο Τάσος Βουρνάς, με τον ενδεικτικό τίτλο, «Η ποίηση της ήττας και η ήττα της κριτικής, με σκληρές και έωλες εκφράσεις. Η σχετική συζήτηση, συνεχίστηκε όχι μόνο στον ίδιο χώρο, αλλά επεκτάθηκε αστραπιαία, υπέρ ή κατά σε διάφορα έντυπα και περιοδικά. Δείχνοντας παράλληλα ότι ο Βύρων Λεοντάρης , με την επισκόπηση που επιχείρησε του φαινομένου, εισάγοντας ταυτόχρονα την ερεθιστική λέξη «ήττα», επέβαλε και αποκάλυψε το διάλογο, που διεξαγόταν παρασιωπημένος αρκετό χρόνο πριν, στα έργα των νέων ποιητών (και όχι μόνον), επισημαίνοντας με κριτική οξυδέρκεια τις καίριες μετατοπίσεις από την προϋπάρχουσα, αντιστασιακή και μεταντιστασιακή ποίηση. Γράφει σχετικά, «Η ποίηση της ήττας βασικά είναι μια βαθειά κρίση και ίσως το τέλος της αντιστασιακής ιδεολογίας και της αντιστασιακής ποίησης.» Ο διάλογος δεν άνοιξε απλώς, ξ έ σ π α σ ε, σαν έτοιμος από καιρό, εκτοξεύοντας στα ύψη το ενδιαφέρον και το σημαντικότερο πλήττοντας ανοιχτά, το κύρος της ο λ ι κ ή ς και μιας αλήθειας. Οι αντιπαραθέσεις έγιναν με οξύτητα και από τις δύο πλευρές και με καλά λειασμένα, καθόλου αυτοσχέδια επιχειρήματα. Γεγονός που δείχνει ότι, οι εξελίξεις, με την μορφή ποιητικών καταγραφών, είχαν γίνει αντιληπτές, καθώς ογκωνόταν η αντίθεση με την κρατούσα άποψη και το άρθρο του Λεοντάρη ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά.
«Η ποίηση της ήττας» λοιπόν, δεν ήταν ένα περιθωριακό, διαστρεβλωτικό μόρφωμα, λίγων ποιητών, αποκομμένο από τον προβληματισμό της εποχής. Αντίθετα, όπως κάθε αυθεντική έκφανση της τέχνης, απεδείχθη ότι ήταν ένας ζων οργανισμός, που νευρωνόταν από τα συμβάντα και απηχούσε αιτήματα των καιρών. Και ίσως τα ουσιωδέστερα σημεία που την καθιστούν αδιάψευστη μαρτυρία της εποχής, είναι αφ' ενός, ότι έδωσε το προβάδισμα στο π α ρ ό ν, αναδομώντας το ως προς τις προτεραιότητες, όχι ατενίζοντας αισιόδοξα το μ έ λ λ ο ν, το οποίο διέβλεπαν αβέβαιο και ασαφές, στον ιδεολογικό ορίζοντα της τότε αριστεράς. Αφ' ετέρου, πράγμα πολύ σημαντικό, όλα αυτά επισυμβαίνουν με τον ε ν τ ε λ έ σ τ ε ρ ο τρόπο, εντός των ορίων της ποίησης, φέρνοντας στο προσκήνιο, το ζέον αίσθημα της οδύνης, με κραδασμούς υψηλής δημιουργικής εμβέλειας, σηματοδοτώντας με δ ρ α μ α τ ι κ ό ύφος, την οριακή στιγμή, κατά την οποία η ψυχή, αρνείται α κ ό μ η σπαρακτικά να αποκολληθεί συγκινησιακά, από το διαψευσμένο όραμα. Το ίδιο το ιστορικό γεγονός της στρατιωτικής ήττας του κινήματος, χωρίς να παρακάμπτεται, εμπλουτίζεται σε τέτοιο σημείο, που βοηθάει να επαναδιατυπωθεί διερευνητικά, η έννοια του η τ τ η μ έ ν ο υ ανθρώπου, όπως είδαμε και στο προαναφερθέν παράθεμα του Β. Λεοντάρη. Ηττημένος πλέον, αισθάνεται ο άνθρωπος που στερείται κάθε προσδοκίας και χωρίς ορατό μέλλον - μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο και ό, τι επακολούθησε. Εξαιρετικής σημασίας, είναι η πρόσληψη αυτής της σκέψης στην ποίηση της ήττας, καθώς διακρίνεται, η υ π ε ρ β α τ ι κ ή δύναμη του ηττημένου ανθρώπου, να συνεχίσει εσωτερικά την αντίσταση, να μην καταρρεύσει. Όπως λέει επιγραμματικά ο Θανάσης Κωσταβάρας και το θέτει ως προμετωπίδα ο Β. Λεοντάρης στο άρθρο, «Το ωραίο και το δύσκολο δεν είναι να κρατήσεις/ είναι να πέσεις και να σηκωθείς». Αυτή η δημιουργική δύναμη που εμπεριέχει η ποίηση της ήττας, επιβεβαιώνεται στο βαθμό που επέδρασε αλυσιδωτά και στις επόμενες γενιές των ποιητών. Αλλαγή ρ η τ ο ρ ι κ ή ς - το σημείο τομής.
Εκείνο όμως που αλλάζει ριζικά, ως προς την εκφραστική, στην ποίηση της ήττας, σε σχέση με την αντιστασιακή και μεταντιστασική ποίηση, είναι η ρ η τ ο ρ ι κ ή της και η υποχώρηση του ενθουσιαστικού τόνου, αφού τότε υπήρχαν άλλες προτεραιότητες α) η ποίηση απευθυνόταν μεγαλόστομα, ακόμη και στα πρώιμα έργα των περισσοτέρων νέων ποιητών, β) υπαγορευόταν εκφραστικά η πλατειά χειρονομία προς τα πλήθη των συντρόφων, όπως επάνω από μια νοητή εξέδρα ή μπαλκόνι, γ) προτασσόταν η ελπίδα και οι κάθε είδους σκοπιμότητες, (της αντίστασης, του αγώνα, των εσωκομματικών ισορροπιών κα.) και δ) προβαλλόταν ο ηρωισμός, με τα μεγάλα επώνυμα πρότυπα. Ο ρόλος της ποίησης, ήταν λοιπόν, δοσμένος, απ' την πλευρά της αριστεράς έπρεπε να ενθαρρύνει, να εμψυχώνει και να ξεσηκώνει τα πλήθη. Αλλά μετά τα όσα επακολούθησαν εντός και εκτός του κινήματος, με αποκορύφωμα την τελειωτική ήττα, το 1949, καμιά παραμυθία δεν μπορούσε να αναστείλει το τσάκισμα της ψυχής. Οι άνθρωποι της αριστεράς, δε φάνηκαν προετοιμασμένοι να δεχτούν τις ψυχολογικές και άλλες συνέπειες της ήττας και του εμφύλιου, με τις γνωστές ταπεινώσεις. Και το σπουδαιότερο, η αλήθεια έμενε συγκαλυμμένη για χρόνια, κάτω από επάλληλα στρώματα σκοπιμοτήτων. Με τις πολλές και βαθειές προεκτάσεις της, δεν ήταν αμέσως ορατή, ώστε να συμμεριστεί και να αvτιληφθεί κανείς την πολυπλοκότητά της. Έτσι κι αλλιώς απαιτείται ένα αναγκαίο χρονικό διάστημα, για να ανατραπεί η κυρίαρχη εκδοχή που προβάλλεται σαν αδιαμφισβήτητη αλήθεια, συσκοτίζοντας την πραγματικότητα. Μάλιστα εποχές δύσκολες στην πληροφόρηση και στην πρόσβαση στοιχείων όπως εκείνη, χρειαζόταν επίμονη και επώδυνη προσπάθεια, για να πειστεί κανείς ακόμη και για το αυτονόητο. Ακριβώς εδώ η ποίηση της ήττας, ως μέρος του όλου, διεκδικεί όχι πλέον ένα νέο κ α θ ο δ η γ η τ ι κ ό ρόλο, αλλά επιτέλους α π ο κ τ ά π ρ ό σ ω π ο , που πάνω του χαράζονται με απόγνωση, ευδιάκριτα τα σημάδια της ήττας και της ματαίωσης του οράματος. Όμως παρά ταύτα προέχει η έκδηλη διάθεση, να μοιραστεί κανείς την επώδυνη εσωτερική ε μ π ε ι ρ ί α του με τον άλλον. Αυτή η προέχουσα ανάγκη συνομιλίας με τον συμπάσχοντα σύντροφο και συνάνθρωπο, θα αποτελέσει την εκφραστική (και όχι μόνον), τομή για την ποίηση της ήττας. Ο τόνος γίνεται ενίοτε εξομολογητικός, έντονα δραματικός, με ευδιάκριτες υ π α ρ ξ ι α κ έ ς προεκτάσεις. Και παρά τα στοιχεία ψυχικής και σωματικής κόπωσης, μπαίνει ως πρόταγμα η μη συγκάλυψη της αλήθειας, στο όνομα οποιασδήποτε σκοπιμότητας., αποστρακίζοντας την κλειστοφοβία, την παθητικότητα και τη μοιρολατρία. Ο τόνος γίνεται πιο οικείος, καθώς το πρόσωπο αλλάζει, απευθύνεται στον κοντινό, γίνεται ε σ ύ, ε σ ε ί ς. Ήδη οι ποιητές γίνονται διακριτοί, αναγνωρίσιμοι και αναγνώσιμοι, συγκεντρώνοντας γύρω τους, ένα συμπαγές νέο αναγνωστικό κοινό, από το οποίο γίνονται και ιδεολογικά αποδεκτοί. Ο αντι-ηρωικός χαρακτήρας και η επίκληση του ανωνύμου συντρόφου.
Tο κλίμα βέβαια, έχει διαφοροποιηθεί καίρια και είναι εντόνως αντι- ηρωικό, σε σχέση με κείνο της αντιστασιακής ποίησης. Πραγματοποιείται η εισβολή των α φ α ν ώ ν, μέσα στην ποίηση της ήττας, των αντι-ηρώων, αυτών που καμιά ιστορία δεν θα μνημονεύσει το όνομα και τη θυσία τους. Ανασκαλεύεται επώδυνα η μνήμη, συχνά με ενοχή, και ανακαλούνται ονόματα φίλων και συντρόφων με οικείο πλέον πρόσωπο και όχι οι απόμακροι ανδριάντες και οι ανεβασμένοι στο βάθρο αρχηγοί. Με αυτό το ποιητικό και συγκινησιακό προσκλητήριο, των χαμένων ή σκόρπιων μη επώνυμων συντρόφων, γίνεται και μια νοερή επίκληση προς το ό ρ α μ α , ότι δεν ήταν όλα ψευδαισθητικά, ότι ο αγώνας και το αίμα υπήρξαν και έχουν πρόσωπο.
Όμως η ηθική που αμαυρώθηκε από τις κάθε είδους σκοπιμότητες, ρίχνει βαριά τη σκιά της στην ήττα και στις ψυχές των ανθρώπων. Μέσα στην ποίηση της ήττας ορθώνονται τεράστια, αναπάντητα ερωτηματικά: «τα λόγια μου ερμηνεύονταν σύμφωνα με σκοπιμότητες/ απ' τον ίδιο εμένα αποδεκτές. Και πια πώς να μιλήσω,/ πώς να κρίνω, πώς να κριθώ, χωρίς να βλάψω/ χωρίς να πάρω εύσημα από εκεί που μισώ;» (Τίτος Πατρίκιος - Το δάσος και τα δέντρα.) Και ο Τάσος Λειβαδίτης θέτει αργότερα το 1966, στην Επιθεώρηση Τέχνης με ευκρίνεια το ζήτημα: « Η ήττα μας είναι πάνω απ' όλα, ένα πρόβλημα ηθικής», αναφερόμενος στην συνέχεια ευθέως στις δημοκρατικές αρχές που φαλκιδεύτηκαν εντός του κινήματος.
Η διαδικασία α υ τ ο γ ν ω σ ί α ς , όπως επιχειρείται μέσα στην ποίηση της ήττας, φαίνεται να ακολουθεί αυτή τη σειρά: επίγνωση της κατάστασης - δοκιμασία επώδυνη γνώση - ελευθέρωση από σκοπιμότητες - προσπάθεια ηθικής και ψυχικής ανόρθωσης, με τον πνευματικό διάλογο και τη στερέωση της μνήμης, πράγμα που σημαίνει ότι κανείς δεν αρνείται αλλά διεκδικεί το δικό του παρελθόν.
Κι αν υπάρχει μια νίκη που περιρρέει στην ποίηση της ήττας, σε τούτη την ύστερη προσωπική μάχη, αυτή έχει ηθικό χαρακτήρα, περισώζοντας για τους μεταγενέστερους, έννοιες όπως περηφάνια, εντιμότητα, αξιοπρέπεια, καθαρότητα, ως ιδεολογικά συμπαράγωγα της ανθρωπιάς. Συνιστώντας, όχι πλέον ένα νέο επαναστατικό όραμα, αφού αυτό δεν επιβάλλεται, αλλά προκύπτει από τα προωθημένα αιτήματα της κάθε εποχής. Μια συνανάγνωση όμως της ποίησης της ήττας με το παρόν, συμβάλλει ουσιαστικά, αφήνοντας μια ζωντανή, ηθική, πνευματική υποθήκη, στην αναζήτηση ενός νέου ν ο ή μ α τ ο ς της σύγχρονης ζωής. Αγγελική Κωσταβάρα
Πρέπει να το ξαναδιαβάσω. Είναι τόσο πυκνά τα νοήματα και οι διαχωρισμοί των περιόδων και των ανάλογων τάσεων που είναι απαραίτητη η απόλυτη κατανόηση σε σε συνάρτηση με ην γνώση των αντίστοιχων ιστορικών περιόδων. Εξαιρετικά ενδιαφέρον.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚρατώ πάντως τώρα το: «Το ωραίο και το δύσκολο δεν είναι να κρατήσεις/ είναι να πέσεις και να σηκωθείς».
Είναι διαχρονικά επίκαιρο
Και εγώ το διαβάζω ξανά και ξανά. Έχει πολύ ενδιαφέρον η περίοδος των δημιουργών που περιγράφει. Καλό βράδυ.
ΑπάντησηΔιαγραφή