Πως μίκρυνε ο χρόνος,
Πως τέλειωσαν οι ώρες,
Πως φτώχυνε αναπάντεχα η ελπίδα.
Όμως εσύ, είχες σχεδιάσει
Για καιρό μεθοδικά,
Ταξίδια μακρινά,
Σε φιδίσιους δρόμους γεμάτους υποσχέσεις
Μέσα από μαγεμένα δάση με νιριίδες,
Στοιχειωμένες κοιλάδες παραμυθιών,
Με 'κείνη,
Που θα ερχόταν,
Όπως την περίμενες
Τόσο καιρό,
Με τα χέρια λευκά,
Τα μάτια υγρά γεμάτα υποσχέσεις,
στα χείλη σταλαγματιές ροδόσταμου.
Με ανεβασμένους τους γιακάδες του χιονιού
Περίμενες στις αρχές της άνοιξης,
Το κρύο, η πάχνη μετρούσαν ακόμα τη αναμονή
Σαν ασταμάτητα αόρατα ρολόγια.
Μόνος,
Δεν ήθελες άλλους
Να σε συντροφεύουν.
Η έμνευση είναι στη μοναξιά.
Περίμενες βουβός,
Μια μέρα,
Δυο μέρες,
Τις νύχτες ντυμένος με τα ρούχα του ταξιδιού
Στην μισάνοιχτη πόρτα,
Το τέλος του χειμώνα
Κι έλεγες θα έλθει,
Δεν μπορεί,
Είναι βλέπεις που τα ταξίδια πρέπει να γίνουν,
Στενεύει ο χρόνος,
Παλιώνουν τα όνειρα,
Μην αργεί.
Θα ανοίξεις τα παράθυρα στο μισοφέγγος του πρωινού,
Θα περιμένεις,
Τα χέρια σου, τα μάτια σου
Κομμάτια, θραύσματα
Σχεδόν σβησμένα,
Ένας μουσικός θίασος
Περιδιαβαίνει τα σοκάκια,
θρυμματίζοντας τη γαλήνη,
Τα υγρά φύλλα ηχούν
Σαν στεναγμοί.
Μην αργεί.
Λύγισαν τα δάχτυλά σου
Ο κόσμος σου γέμισε σκιές.
Έξω διαβαίνουν άνθρωποι κουρασμένοι,
Με κλειστά μάτια,
Δεν κοιμηθήκαν,
Τους στοίχειωσαν τα ανεκπλήρωτα όνειρα,
Περπατούν σκυφτοί μέσα στη βροχή
και τη λάσπη.
Αυτή δεν θάλθει,
Έτσι, χωρίς ελπίδα,
Κι όμως σου το υποσχέθηκε κείνα τα δειλινά
Στο τέλος του καλοκαιριού,
Την ώρα που την κοίταζες στα μάτια
Απελπισμένα,
Κι ας μην ήσουν εκεί
Κι ας μην την ήξερες.
Αθήνα 7/11/2009