Πάουλ Τσέλαν

Του κανενός το ρόδο

Ένα Τίποτα
που ανθίζει, υπήρξαμε, είμαστε και
αυτό θα παραμείνουμε:
το Ρόδο του Ανύπαρκτου,
το Ρόδο του Κανενός.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Σαράντα χρόνια μετά / Από την ελπίδα στην απόγνωση


                                                          (Πολυτεχνείο Νοέμβρης 1973)

 Σπασμοί ταράζουν το σώμα της προσδοκίας
Τόσα χρόνια   διαψεύσεων
Γκρεμισμένων πιστεύω
Διάχυτης αβεβαιότητας
Διαθλωμένων βλεμμάτων
Δύσοσμων συνενοχών
Στην αρχή δισταχτικά
Στο τέλος αχαλίνωτα
Η ελπίδα που δεν γίνηκε αληθινή
Η επέλαση της βαρβαρότητας
Η απενοχοποίηση της διαφθοράς
Χωρίς μάχες να δοθούν
Τα μέτωπα κατέρρευσαν
Οι κλειδαριές ανοίχτηκαν
Απ’ τους ευλύγιστους δρώντες
- Κι οι αγνοί αμετανόητοι
Απόντες
Κουρνιαχτός καλά κρυμμένος
Στην απελπισία
Έφαγε σιγά - σιγά το σαράκι την περηφάνια τους
Σιωπηλοί κι απεγνωσμένοι
Χωρίς τις μεγάλες ψευδαισθήσεις -
Κι ήλθαν πάλι δύσκολοι καιροί
Στενόχωρα χρόνια
Κι οι ευλύγιστοι δρώντες
Πάλι παρόντες
Διαχειρίζονται την παρακμή
Ξεκοκαλίζουν το κουφάρι της ζωής
Γελώντας μας κατάμουτρα
Σχεδόν χωρίς αντίσταση.
Δεν έχει τέλος η θλίψη
Κι η βία της απελπισίας
Με το ανάθεμα πάνω σε δικαίους και αδίκους
Και την οργή της αλλαγής ακόμη βαθιά κρυμμένη.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

Άλλη εποχή


Σε αυτό το χειμωνιάτικο δωμάτιο
Αγαπηθήκαμε σφιχτά
Τα χρόνια, που πέρασαν
Πάλι γυρίζω στα χαμένα μονοπάτια
με το ξερό χορτάρι και τα δένδρα
Κι όταν νυχτώνει
Των αστεριών το φέγγος
υψώνει  θρήνο στον ουρανό
Επιζούν οι αναμνήσεις των πεθαμένων
αισθήματα ανήμπορα να γευτούν ξανά την αγάπη
Λίγες σταγόνες κόκκινου
πάνω στην άσπρη σκόνη.

Όμως δεν θλίβομαι τόσο πολύ
για την μεθυσμένη μας αγάπη
Όσο γιατί ξεμείναμε σε τούτο
το σκληρό τοπίο
χωρίς δάκρυα
Κι οι μνήμες ξεθωριάζουν πάνω στα
υγρά παράθυρα
με τα ερειπωμένα παντζούρια,
που γέρνουν στο φύσημα ενός αέρα
βορεινού και θυμωμένου
Τα δένδρα λυγίζουν
από το βάρος των σωμάτων
στους τελευταίους σπασμούς
μέσα στην σιωπή που απλώνεται
των αυτοχείρων.


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Αν


Ο δρόμος σέρνεται αγκαλιάζοντας την ομίχλη
Και είσαι εκεί
Ή κάπου
Έχεις διασταλεί ή έχεις μικρύνει τόσο 
Καπνίζοντας τα δάχτυλά σου
Ανάμεσα  στις ξύλινες παράγκες
Γυρτές κατά το ημίφως
Εδώ το τοπίο είναι σκληρό
Ο χώρος  γεμάτος αγκάθια
Τα χείλη κλειστά
Τα μάτια σου…
Αν τα μάτια σου
Αν τα χείλη σου
Αν δείχνουν την χλωμή ώρα του βλέμματος
Την ερήμωση της ανάσας
Αν τα λόγια είναι σιωπή
Αν η σιωπή είναι ήχος στριγκός
Που σπαράζει
Το σώμα που κατοικήθηκε ένα πρωί
Για λίγες μόνον ώρες ή χρόνια.
Αυτή η λέξη έμεινε παγωμένη
Αιωρούμενη
Σε λίγο θα πεις, σε λίγο
Και θα είναι για πάντα.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Ο «καταραμένος ποιητής» Charles Baudelaire

Στις 31 Αυγούστου του 1867, σε ηλικία 46 ετών, φεύγει από τη ζωή ο Γάλλος ποιητής, μεταφραστής και κριτικός τέχνης, Charles Baudelaire. Το έργο του ποιητή της θρυλικής συλλογής Τα άνθη του κακού είχε τεράστιο αντίκτυπο στον γαλλικό συμβολισμό. Επιπλέον, ο Baudelaire υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του έργου τουEdgar Allan Poe στη Γηραιά Ήπειρο, το οποίο και διαδόθηκε σε αυτή τη μεριά του πλανήτη χάρη στις μεταφράσεις του «καταραμένου ποιητή», όπως αποκαλείται.
Ο Baudelaire για ορισμένους αποτελεί την κριτική και τη σύνθεση του ίδιου του Ρομαντισμού, για άλλους είναι ο θεμελιωτής του συμβολισμού και για άλλους, αμφότερα. Ο Baudelaire θεωρείται επίσης ο πατέρας του πνεύματος της παρακμής με στόχο τον σκανδαλισμό της αστικής τάξης. Όλοι πάντως συμφωνούν στο ότι το έργο του άνοιξε το δρόμο για την σύγχρονη ευρωπαϊκή ποίηση. Με επιρροές όπως οι Théophile Gautier, Joseph de Maistre (για τον οποίο είπε ότι του έμαθε να σκέφτεται) και τον Edgar Allan Poe, με τη μετάφραση του έργου του οποίου ασχολήθηκε εκτενώς, τον «ποιητή-ζωγράφο» Eugène Delacroix και τον Édouard Manet, ο ποιητής κατόρθωσε να συνυφάνει στο έργο του την ομορφιά και την σατανική κακία, τη βία και την ηδονή, τη φρίκη και την έκσταση, τη μελαγχολία και το σκοτεινό χιούμορ, τη νοσταλγία και την αίσθηση της κατάρας που κατατρέχει το ανθρώπινο είδος.
«Η πρωταρχική απασχόληση του καλλιτέχνη είναι να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην φύση, ώστε να επαναστατήσει εναντίον της. Αυτή η επανάσταση δεν λαμβάνει χώρα ψυχρά, ως κάτι το δεδομένο, σαν να ήταν κάποιος κώδικας ή ρητορική. Λαμβάνει χώρα παρορμητικά και αφελώς, ακριβώς όπως η αμαρτία, όπως το πάθος, όπως η επιθυμία», εξήγησε ο ίδιος για τις πλάνες του ρεαλισμού. Περιγράφοντας τον Ρομαντισμό, είπε: «Ο ρομαντισμός δεν βρίσκεται ούτε στην επιλογή του θέματος ούτε στην ακριβή αλήθεια, αλλά περισσότερο σε έναν τρόπο να αισθάνεσαι τον κόσμο». Επιπλέον, ο Baudelaire αρθρώνει την θεμελιώδη αρχή της σύγχρονης αισθητικής: «Το Ωραίο πάντα θα είναι παράξενο. Δεν λέω ότι θα είναι παράξενο εκούσια και ψυχρά, διότι τότε δεν θα ήταν παρά ένα τέρας που ξεπήδησε μέσα από τις ατραπούς της ζωής. Λέω απλώς ότι πάντα θα ενέχει ένα στοιχείο παραδοξότητας, όχι ηθελημένης αλλά υποσυνείδητης. Και σε αυτήν την παραδοξότητα θα έγκειται και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα το καθιστά ωραίο».
Το γνωστότερο έργο του σήμερα είναι τα Άνθη του Κακού, μια συλλογή η οποία όταν κυκλοφόρησε, το 1857, προκάλεσε τέτοιες αντιδράσεις που ο Baudelaire καταδικάστηκε για προσβολή της δημοσίας αιδούς, και έξι από τα ποιήματα του απαγορεύτηκαν. Μάλιστα, η εφημερίδα Le Figaro έγραφε λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Baudelaire. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».
Σήμερα, ο Baudelaire συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ποιητών της Γαλλίας αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, με το όνομά του να βρίσκεται μεταξύ των Κλασικών. «Ο Baudelaire είναι ο πρώτος οραματιστής, ο βασιλεύς όλων των ποιητών, ένας θεός» είπε γι’ αυτόν ο νεαρός Rimbaud ενώ χαρακτηρίστηκε «Δάντης μιας παρηκμασμένης εποχής».
Στὸν ἀναγνώστη Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη κυριεύουνε τὴ σκέψη μας καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας, κι εὐχάριστα τὶς τύψεις μας θρέφουμε στὴν ψυχή μας, καθὼς ποὺ θρέφουν πάνω τους τὶς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.
Στὰ μετανιώματα ἄναντροι κι ἁμαρτωλοὶ ὡς τὴν ἄκρια, ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβὴ γιὰ κάθε μυστικό μας καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα στὸ βοῦρκο τὸν παλιό μας, θαρρώντας πὼς ξεπλένεται μὲ τὰ δειλά μας δάκρυα.
Πάνω ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι μας ὁ Σατανᾶς γερμένος πάντα στὰ μάγια τοῦ κακοῦ τὸ νοῦ μας νανουρίζει, τὴ πιὸ ἀτσαλένια θέληση μεμιᾶς τὴν ἐξατμίζει, αὐτὸς ὁ Μέγας χημικός, ὁ Τετραπερασμένος.
Ὁ Διάολος, τὸ νῆμα αὐτὸς κρατᾶ ποὺ μᾶς κουνᾶ! Τὰ πράματα τὰ βρωμερὰ πιότερο τ᾿ ἀγαπᾶμε, κι ὅλο καὶ πρὸς τὴ Κόλαση κάθε στιγμὴ τραβᾶμε, μὲ δίχως φρίκη, ἀνάμεσα στὸ σκότος ποὺ βρωμᾶ.
Σὰν τὸ φτωχὸ ξεφαντωτὴ ποὺ πιπιλᾶ μὲ ζάλη μιᾶς παλιᾶς πόρνης ἀγκαλιὰ πολιομαρτυρισμένη, κλεφτάτα ἁρπάζουμε κι ἐμεῖς καμιὰ ἡδονὴ θλιμμένη, ποὺ τήνε ξεζουμίζουμε σὰ σάπιο πορτοκάλι.
Σὰν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας, μὲς στὸ μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τὰ πλήθη, κι ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στὰ στήθη σὰν ἄϋλος ποταμὸς κυλᾶ, σιωπηλὰ θρηνώντας.
Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι, εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.
Μὰ μὲς στὶς σκύλες, τοὺς σκορπιούς, τὰ φίδια, τὰ τσακάλια, τοὺς πάνθηρες, τοὺς πίθηκους, τοὺς γύπες, τὰ θηρία ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν κι οὐρλιάζουν μὲ μανία μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κλουβί, προβαίνει ἀγάλια, θεριὸ πιὸ βρώμικο, κακό, τὴν ἀσκημιὰ νὰ δείξει!
Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει κανένας τὸ οὐρλιαχτό του, ὅλη γῆς θὰ ρήμαζε, καὶ στὸ χασμουρητό του θὰ ῾θελε νὰ κατάπινε τὸν κόσμο -αὐτὸ ῾ναι ἡ πλήξη!- πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο στὰ μάτια τῆς κοιτάζεις, καθὼς καπνίζει τὸν οὐκᾶ, κρεμάλες νὰ στυλώνει.
Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη, αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει! Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή, ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!
Charles Baudelaire
http://tvxs.gr/news/

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Ακατοίκητη πολιτεία.


Γύρισε πίσω  χωρίς να κοιτάζει
με το κεφάλι σκυφτό και βαρύ 
τα χέρια μετέωρα
Μαζί του τρέχουν τα χρόνια
Τον προσπερνούν
Θραύσματα
Μονάχη σκιά
στην ερημία της επερχόμενης νύχτας
Ο θόρυβος των άδειων τραίνων,
που ολοένα αναχωρούν
αφήνει ένα τοπίο μοναχικό
Περνούν εικόνες
από παιχνίδια μιας νιότης,
που δεν γύρεψε να παρέλθει
Κι ας κράταγε σφιχτά τα ρολόγια
Κι ας μάγευε τους λεπτοδείχτες
Κι ας  κατέβαζε τις ταχύτητες
Μιας αγάπης που διαχύθηκε μέσα στο φως
Ονόματα που λησμονήθηκαν
αμετάκλητα
Τι έγινε λοιπόν
Που ήτανε τόσο καιρό
ταξιδεύοντας
χαϊδεύοντας  άλλα σώματα
ξένα
Πνιγμένος στον ιδρώτα και στη σιωπή
Λευκό φως  λευκά σεντόνια
νοσοκομείου
Σαν είδωλο άλλου κόσμου.

Ακατοίκητη πολιτεία
δώσε το νερό της παρηγοριάς
στους λησμονημένους.

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Adieu


Δεν γνωρίζω
αν αύριο θα είμαι κοντά σου
Ίσως ήλθε η σειρά μου
εγώ να κουνώ το μαντήλι
Οι μέρες, που μου δόθηκαν
Σπαταλήθηκαν
σε κωμοπόλεις, σε φορτηγά, σε υποσχέσεις,
σε άγονες γραμμές και αθεράπευτες τύψεις
Πάντα ήμασταν ένοχοι
από παιδιά
Ακούω κάποτε τη φωνή
μιας μητέρας να πηγαινοέρχεται
στο ημίφως των πρώιμων βλεμμάτων
Καθώς πέφτει το δειλινό
με κατακλύζει η ανάμνηση
μιας ζωής που πέρασε
Κι ωστόσο μου λείπουν  μέρες και χρόνια
για να σε γνωρίσω πριν σε χάσω
Επισκέπτης σε ένα μικρό ξενοδοχείο,
που  απόθεσα τη θλίψη της εφηβείας
Δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς λοιπόν
να ξανοιχτεί σε μια θάλασσα
μυστικών μουρμουρισμάτων
Ο έρωτάς μας τόσο παράξενα
λίγος για μια ζωή
Η παλιά φωτογραφία,
που χαμογελούσαμε αγκαλιά
θα μείνει κρεμασμένη στη σιωπή του σπιτιού
Θα πάρει ο άνεμος τα φύλλα των τετραδίων
με τα παραμύθια
Ίσως απομείνει η ανάμνηση
του πρώτου λουλουδιού που σου χάρισα
την άνοιξη του μεγάλου μας έρωτα.

Ποιήματα Εκδόσεις "Κέραμος" Δεκέμβρης 1982

Ποιήματα Εκδόσεις "Κέραμος" Δεκέμβρης 1982
Κώστας Παπαποστόλου

Ο Μεγάλος Κύκλος Εκδόσεις "Γαβριηλίδης" 2005

Ο Μεγάλος Κύκλος Εκδόσεις "Γαβριηλίδης" 2005
Κώστας Παπαποστόλου