Πάουλ Τσέλαν

Του κανενός το ρόδο

Ένα Τίποτα
που ανθίζει, υπήρξαμε, είμαστε και
αυτό θα παραμείνουμε:
το Ρόδο του Ανύπαρκτου,
το Ρόδο του Κανενός.

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Το τέλος του χρόνου.

Πως μίκρυνε ο χρόνος,
Πως τέλειωσαν οι ώρες,
Πως φτώχυνε αναπάντεχα η ελπίδα.

Όμως εσύ, είχες σχεδιάσει
Για καιρό μεθοδικά,
Ταξίδια μακρινά,
Σε φιδίσιους δρόμους γεμάτους υποσχέσεις
Μέσα από μαγεμένα δάση με νιριίδες,
Στοιχειωμένες κοιλάδες παραμυθιών,
Με 'κείνη,
Που θα ερχόταν,
Όπως την περίμενες
Τόσο καιρό,
Με τα χέρια λευκά,
Τα μάτια υγρά γεμάτα υποσχέσεις,
στα χείλη σταλαγματιές ροδόσταμου.

Με ανεβασμένους τους γιακάδες του χιονιού
Περίμενες στις αρχές της άνοιξης,
Το κρύο, η πάχνη μετρούσαν ακόμα τη αναμονή
Σαν ασταμάτητα αόρατα ρολόγια.
Μόνος,
Δεν ήθελες άλλους
Να σε συντροφεύουν.
Η έμνευση είναι στη μοναξιά.

Περίμενες βουβός,
Μια μέρα,
Δυο μέρες,
Τις νύχτες ντυμένος με τα ρούχα του ταξιδιού
Στην μισάνοιχτη πόρτα,
Το τέλος του χειμώνα
Κι έλεγες θα έλθει,
Δεν μπορεί,
Είναι βλέπεις που τα ταξίδια πρέπει να γίνουν,
Στενεύει ο χρόνος,
Παλιώνουν τα όνειρα,
Μην αργεί.
Θα ανοίξεις τα παράθυρα στο μισοφέγγος του πρωινού,
Θα περιμένεις,
Τα χέρια σου, τα μάτια σου
Κομμάτια, θραύσματα
Σχεδόν σβησμένα,
Ένας μουσικός θίασος
Περιδιαβαίνει τα σοκάκια,
θρυμματίζοντας τη γαλήνη,
Τα υγρά φύλλα ηχούν
Σαν στεναγμοί.
Μην αργεί.
Λύγισαν τα δάχτυλά σου
Ο κόσμος σου γέμισε σκιές.

Έξω διαβαίνουν άνθρωποι κουρασμένοι,
Με κλειστά μάτια,
Δεν κοιμηθήκαν,
Τους στοίχειωσαν τα ανεκπλήρωτα όνειρα,
Περπατούν σκυφτοί μέσα στη βροχή
και τη λάσπη.

Αυτή δεν θάλθει,
Έτσι, χωρίς ελπίδα,
Κι όμως σου το υποσχέθηκε κείνα τα δειλινά
Στο τέλος του καλοκαιριού,
Την ώρα που την κοίταζες στα μάτια
Απελπισμένα,
Κι ας μην ήσουν εκεί
Κι ας μην την ήξερες.

Αθήνα 7/11/2009

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Μετά από χρόνια

Πυκνή ομίχλη
Με τυλίγει,
Το περίμενα,
Με σχισμένα χέρια πώς να κρατήσω τη ζωή,
Χαμένος στις σκιές,
Στο πλάι κείται
Πεσμένος ο γέρος που είδα στο όνειρο
Πως μου χαμογελούσε
Δείχνοντας μου λίγα κίτρινα δόντια,
Νόμισα πως πέθαινε,
Ανατρίχιασα
Μα δεν ξύπνησα,
Συνέχισα βουβός ώσπου έγειρε καταγής
και απέμεινε έτσι,
Χωρίς ψυχή,
Λεκές σκούρος στον λασπωμένο δρόμο,
Σε μια απρόσιτη γαλήνη.

Γυρνούσαν οι ψυχές
Στον κάτω κόσμο
Στο σκοτεινό προθάλαμο της υποδοχής
Σιωπηλά,
Εκεί δεν ηχούν ορχήστρες και φωνές τραγουδιών
Εκεί σωπαίνουν τα αγάλματα,
Τα βλέμματά τους είναι ψυχρά,
Σαν κομμάτια πάγου.

Αύριο θα ξημερώσει ξανά το σκοτάδι.

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

Το τελευταίο παιχνίδι

Ποιον σημαδεύουν
Tα σκλήθρα των λόγων της ταπείνωσης,
Σκληρά στο ημίφως
Του δωματίου,
Καθώς γέρνει
Η εποχή,
Ξεγυμνώνεται το κορμί
Στην τέφρα,
Τα βλέμματα
Kι οι σιωπηλές σκέψεις
Φωλιάζουν φοβισμένες;

Με το μαχαίρι στην καρδιά
Θραύεται βίαια η εικόνα με τις υαλογραφίες
Της μνήμης.
Ύστερα,
Ο άλλος εαυτός
Βάζει τις γάζες προσεχτικά,
Βάζει τα επιθέματα στις υγρές πληγές,
Στο δρόμο, χειμάζει ο τρόμος,
Βάφονται στα χρώματα τα μικρά παιδιά
Παίζοντας τον θάνατο.

Ποιήματα Εκδόσεις "Κέραμος" Δεκέμβρης 1982

Ποιήματα Εκδόσεις "Κέραμος" Δεκέμβρης 1982
Κώστας Παπαποστόλου

Ο Μεγάλος Κύκλος Εκδόσεις "Γαβριηλίδης" 2005

Ο Μεγάλος Κύκλος Εκδόσεις "Γαβριηλίδης" 2005
Κώστας Παπαποστόλου