Πάουλ Τσέλαν

Του κανενός το ρόδο

Ένα Τίποτα
που ανθίζει, υπήρξαμε, είμαστε και
αυτό θα παραμείνουμε:
το Ρόδο του Ανύπαρκτου,
το Ρόδο του Κανενός.

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Ακατοίκητη πολιτεία.

Γύρισε πίσω
Χωρίς να κοιτάζει,
Με το κεφάλι σκυφτό,
Βαρύ, αγαλμάτινο,
Τα χέρια μετέωρα,
Μαζί του τρέχουν τα χρόνια,
Ολοένα τον προσπερνούν,
Θραύσματα,
Μονάχη σκιά
Στην ερημία της επερχόμενης νύχτας.
Ο θόρυβος των άδειων τραίνων,
Που ολοένα αναχωρούν
Αφήνουν ένα τοπίο μοναχικό.

Περνούν εικόνες,
Από παιχνίδια μιας νιότης,
Που δεν γύρεψε
Να παρέλθει,
Κι ας κράταγε σφιχτά τα ρολόγια,
Κι ας μάγευε τους λεπτοδείχτες,
Κι ας κατέβαζε τις ταχύτητες,
Μιας αγάπης που διαχύθηκε μέσα στο φως,
Ονόματα που λησμονήθηκαν,
Αμετάκλητα,
Τι έγινε λοιπόν,
Που ήτανε τόσο καιρό,
Ταξιδεύοντας,
Χαϊδεύοντας άλλα σώματα,
Ξένα,
Πνιγμένος στον ιδρώτα και στη σιωπή,
Λευκό φως, λευκά σεντόνια
Νοσοκομείου,
Σαν είδωλο άλλου κόσμου.

Ακατοίκητη πολιτεία,
Δώσε το νερό της παρηγοριάς
Στους λησμονημένους.

Αθήνα 31/01/2010

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Λίγο πριν

Δίπλα στις όχθες του ποταμού Αχέροντα,
Στα μαύρα και πικρά νερά,
Το σώμα του ακουμπούσε βαθιά
Στις ρίζες των βρύων.
Με τα σημάδια και την διαίσθηση
Έχτιζε διαδρομές,
Προσπαθούσε,
δεν μπορεί να πει κανείς,
Να ξεχάσει,
Πως ήταν θαμμένος από καιρό
Στη λάσπη,
Πηχτό στρώμα
Σχεδόν συμπαγές, ασφυκτικό,
Μόνο τα μαλλιά του εξείχαν
Σαν της μέδουσας,
Τα μάτια σφιχτά,
Κλειστά τα χέρια,
Τα χέρια σφιχτά,
Κλειστά τα μάτια,
Σαν σύννεφο περνούν
Εικόνες ζωντανού ονείρου,
αυτού που απέμεινε,
Άνοιγε μονοπάτια προς το μαντείο,
Ο απολογισμός των πεπραγμένων,
Κυρίως όμως αυτών που δεν έγιναν ποτέ.
Η ένωση με το παν δεν παρηγορεί,
Δεν μπορεί να έχει σώμα η απουσία,
Aυτοαναιρείται.
Λίγο – λίγο,
Μουδιάζουν οι μυστικές αισθήσεις που έμειναν
Να αγκαλιάζει,
Λικνίζεται σαν μέσα σε βάρκα,
Η κάθοδος,
Νιώθει ανάλαφρος, σαν να έφυγαν από πάνω του
Όλες οι εικόνες.
Το ταξίδι δεν του χάρισε την πληρότητα
Που γύρευε απελπισμένα,
Ο Άργος του γελούσε κατάμουτρα,
Σαρκαστικά,
Καθώς ανάλωνε την πνοή του στα ακύμαντα νερά
Ή στα αστέρια.

Αθήνα 25/01/2010

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Η φυλακή του εαυτού

Bene vixit qui bene latuit
(Έζησε καλά όποιος κρύφτηκε καλά)

Κρύφτηκε καλά
Κάτω από τα ερείπια της ζωής που του απόμεινε
Λουφάζοντας,
Μην τον ακούσουν τα συνεργεία διάσωσης,
Που έψαχναν για τεκμήρια.
Άκουγε βήματα, ομιλίες ή μουσική,
Ήχους μακρινούς
Και ακατάληπτους.
Κάτι του θύμιζε το τραγούδι,
Που έφτανε απόηχος του άλλου κόσμου,
Του πάνω κόσμου,
Αυτός ήταν ανάμεσα, το ήξερε,
Είχε αρχίσει όμως να ξεχνά,
Τα χρώματα,
Το σκοτάδι είχε ενσκήψει σιγά – σιγά
Μαζί με την σκόνη μιας ζωής που κατακάθονταν,
Ακόμα και οι ήχοι λίγο πιο αδύναμοι.
Έτσι όμως απέφευγε τις άγονες επαφές,
Επέστρεφε στον εαυτό του,
Σε ένα κυκλικό συνεχές,
Για τον δοσμένο χρόνο του.
Πιο οικεία η στάχτη,
Η σκόνη των ημερών.
Έτσι θα τελειώσουν όλα λοιπόν,
Τακτοποιημένα στην εσωστρέφεια.
Κρύψου, μη σε πληγώσει ο κόσμος.

Αθήνα 19/01/10

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

Φευγαλέα

Είμαι ένας ίσκιος από πέτρα και λυγμούς
κι είν’ η αγάπη μου σαν δίκοπο μαχαίρι
κι η ελπίδα μου γονατιστή μέσ’ τ’ άδειο μεσημέρι
στις φλέβας και του αίματος τους άρρυθμους σφυγμούς.

Κι είν’ η αγάπη μου σαν δίκοπο μαχαίρι,
να σεργιανάει διστακτικά στην ανοικτή πληγή,
μέσα στης θλίψης την αστείρευτη πηγή,
στης μνήμης τ’ αναπόφευκτο καρτέρι.

Να σεργιανάει διστακτικά στην ανοικτή πληγή
κι αργά την νεκρική γαλήνη να υφαίνει,
βουβό καράβι σ’ άφαντο λιμάνι να διαβαίνει,
ν’ αποζητάει το βάλσαμο στην ένοχη φυγή.

Ποιήματα Εκδόσεις "Κέραμος" Δεκέμβρης 1982

Ποιήματα Εκδόσεις "Κέραμος" Δεκέμβρης 1982
Κώστας Παπαποστόλου

Ο Μεγάλος Κύκλος Εκδόσεις "Γαβριηλίδης" 2005

Ο Μεγάλος Κύκλος Εκδόσεις "Γαβριηλίδης" 2005
Κώστας Παπαποστόλου